Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ξημερώνω
ξη-με-ρώ-νω ρήμα



Αόριστος: ξημέρωσα
Μετοχή: ξημερωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Όταν ξημερώνει, λαλούν οι κόκορες.
Συνώνυμα:  φέγγω χαράζω
Αντώνυμα:  νυχτώνω σκοτεινιάζω
Σχετικές λέξεις:  μέρα
dawn
ξημερώνω


 2. Δες: ξημερώνομαι.