Απομαγνητοφώνηση | Απόδοση στην Κοινή Νέα Ελληνική |
---|
Το ένα έκι φκειάνου τσεράμου. Ο άλλε έκι έχου βότσου. Άbελε. | Ο ένας [γιος] έφτειαχνε κεραμίδια. Ο άλλος [γιος] είχε σταφύλια. Άμπελο. |
Λοιπόν, ο ένα έκι θέου το βρέχο, ο άλλε όκι θέου νι. | Λοιπόν, ο ένας [γιος] ήθελε τη βροχή, ο άλλος δεν την ήθελε. |
Εζάτσε, εbαΐτσε τάτσου α γρία, τσαι ο γέρο νι επέτσε. Επέτσε θα βρέτσει...δε θα βρέτσει. Να ’ράμε! | Επήγε, βγήκε έξω η γριά και ο γέρος της είπε: Είπε, θα βρέξει... δε θα βρέξει. Να δούμε! |
- Για τα καbζία ένι ρωτού, για τα καbζία! | - Για τα παιδιά ρωτώ, για τα παιδιά! |
Επέτσε ο γέρου: | Είπε ο γέρος: |
- Γρία, βρέτσει δε βρέτσει τον ένα υζέ θα ν’ άρει ο διάβολε! | - Γριά, βρέξει δε βρέξει, τον ένα γιο θα τον πάρει ο διάβολος! [= ό,τι και να ευχηθούμε, τον ένα θα τον βλάψουμε οπωσδήποτε.] |
| |
Ένα άλλε γέρου με τα γρία σι ήgιαϊ α’ουνούdε, αλλά εκατσάτσε ο αέρα τ’ αργά και όκι φουσού, όκι φουσού, για να ταΐσει τ’ άχουρα, να λιχνίσωι. | Ένας άλλος γέρος με τη γριά του αλώνιζαν, αλλά κάθισε [= έπεσε, σταμάτησε] ο αέρας το βράδυ και δεν φυσούσε, δεν φυσούσε, για να ανασηκώσει τα άχυρα, να λιχνίσουν. |
Λοιπόν, επέτσε ο γέρου: | Λοιπόν, είπε ο γέρος: |
- Έ’α γρία να τσοιτάτσουμε, να κιούψουμι λιγάτσι και τα νιούτα, π’ θα τάει ο βορία, να τάμε, να λιχνίσωμε. | - Έλα γριά να ξαπλώσουμε, να κοιμηθούμε λιγάκι και τη νύχτα που θα σηκωθεί ο βοριάς, να σηκωθούμε, να λιχνίσουμε. |
Ο γέρου κια να ν’ άρη ο ύπρε; Έκι κασήμενε ο κακόμοιρε κι έκι αφουgρασκούμενε μην τάει ο βορία! Έ,... ενιάτσε σου-σου-σου-σου-σου το βορία! Εσκουgίε τα γρία, νι επέτσε: | Ο γέρος πού να τον πάρει ο ύπνος; Καθόταν ο κακόμοιρος κι αφουγκραζόταν μην φυσήξει ο βοριάς! Έ, ....ένιωσε φου –φου – φου το βοριά [να φυσάει]. Εσκούντησε τη γριά, της είπε: |
- Ετάτσε, γρία! | - Σηκώθηκε, γριά! |
Α γρία ν’ επέτσε: | Η γριά του είπε: |
- Να σούψου, γέρου, να σούψου; | - Να γείρω, γέρο, να γείρω; |
- Ταν κακά ψουχρά dι! Ο βορία ετάτσε! | -Την κακή ψυχρή σου! Ο βοριάς σηκώθηκε! |
| |
- Άρε λιγάτσι κρίε! Το άρτουμα ένι καλέ; | - Πάρε λιγάκι κρέας! Το τυρί είναι καλό; |
- Καλέ, καλέ! | - Καλό, καλό! |
- Ένι dουτέ. Έgεινι το γα ένι dουτέ. Ένι dουτέ το γα τσ’ ένι bαΐdα το βούτσιουρε. | - Το τυρί είναι χτυπημένο [= αποβουτυρωμένο]. Αυτό εδώ το γάλα είναι χτυπημένο. Είναι χτυπημένο το γάλα και βγαίνει το βούτυρο. |
| |
Έdενη τον τσαιρέ: «Κουβάνιου το γα; Κουβάνιου! Κουβάνιου το γα; Κουβάνιου!» (Είναι μαύρο το γάλα ποτέ; Κι όμως οι γυναίκες σου λένε το γάλα είναι μαύρο. Συμφωνούσε ο άντρας). | Αυτήν την εποχή: «Μαύρο το γάλα; Μαύρο! Μαύρο το γάλα; Μαύρο!» (Είναι μαύρο το γάλα ποτέ; Κι όμως οι γυναίκες σου λένε το γάλα είναι μαύρο. Συμφωνούσε ο άντρας). [= Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει!]. |
- Οι γουναίτσε είνι έgουdε για δουλείε τα χώρα νιούμου; | -Οι γυναίκες πηγαίνουν για δουλειές στη χώρα σας [= στο χωριό σας]; |
- Ναι. | - Ναι. |
- Είνι έgουdε! | - Πηγαίνουν! |
- Είνι έgουdε για ταν κρεβάτα. Όνι για δουλεία! | - Πηγαίνουν για το κρεβάτι. Όχι για δουλειά! |
- Τα σύdαχα α γουναίκα όριγε εζυμούτσε τσ’ εβαλήτσε το κάλι το φούρνε. | - Το πρωί η γυναίκα εδώ [= ώδε] εζύμωσε και έβαλε το ξύλο στο φούρνο. |
- Όνι ορούσι κα; Όνι ορούσι κα; | - Δεν βλέπει καλά; Δεν βλέπει καλά; |
- Όνι ορούσι κα τι θα πει; | - Όνι ορούσι κα τι θα πει; |
- Όνι ορούσι κα. | - Δεν βλέπει καλά. |
- Εκιού τσι έσ’ ’αού; | - Εσύ τι λες; |
- Τι είπατε; | - Τι είπατε; |
- Εκιού τσι έσ’ ’αού; | - Εσύ τι λες; |
- «Εσύ τι λέγεις». Τό ‘πιασε! | - «Εσύ τι λέγεις». Τό ‘πιασε! |
- Εζού ένι ’α’ού, εζού ένι ’α’ού ότσι οι γουναίτσε (- Έdανη ένι α καλύτερε δουλεία!), εζού ένι ’α’ού ότσι οι γουναίτσε εχάκαϊ από τότε π’ άgαϊ τα ίσα δικαιούματα. Οι γουναίτσε εχάκαϊ τα χούρα νάμου τα δικαιούματά σου. | - Εγώ λέω, εγώ λέω ότι οι γυναίκες ( - Αυτή είναι η καλύτερη δουλειά!), εγώ λέω ότι οι γυναίκες έχασαν από τότε που πήραν τα ίσα δικαιώματα! Οι γυναίκες έχασαν στο χωριό μου τα δικαιώματά τους [= τα πραγματικά]. |
| |
Α στενοχώρια τον άνθρωπο ένι α σκωρία το σίδερε. | Η στενοχώρια στον άνθρωπο είναι [όπως] η σκουριά στο σίδερο [= τον τρώει]. |
Α παdρεία ένι σα dο ζευγάρι το καλέ! Λαχείε, λαχείε! | Η παντρειά είναι σαν το καλό ζευγάρι [βοδιών, για το όργωμα]! [Είναι] λαχείο, λαχείο! |
Επέτσε να βάλει ένα σφαχτέ να φάμε ... Ταν πορεία πη θα κεινάσωμε, ας φάμε. Εμ’ έχουdε τσαι ύ’ω. Να ζάτε απ’ οπά από τα Πραματευτά να μάθετε τα Τσακώνικα. Να ζάτε απ’ οπά, ταν άβα πορεία. | Είπε να βάλει ένα σφαχτό να φάμε ... Στο δρόμο που θα πεινάσουμε, ας φάμε. Έχουμε και νερό. Να πάτε από εκεί, από την Πραματευτή [χωριό], για να μάθετε τα Τσακώνικα. Να πάτε από εκεί, [από] τον άλλο δρόμο. |
Λοιπόν, θα ζάμε να νι οράμε τσαι από ’τσει τσ’ ύστιρα .... | Λοιπόν, θα πάμε να το δούμε και από εκεί και ύστερα ... |