Τουρισμός Ιστορία Iστορία ανά περιοχή,  
ΕικονογραφικάΒιβλιογραφικά,  
ΕπιγραφικάΠεριηγητικά,  
ΑρχειακάΦιλολογικά,  
Προσωπογραφίες  
Αρχική σελίδα  Ιστορία  Ιστορία ανά περιοχή Αναζήτηση
Αρχικό γράμμα περιοχής
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
A B C D E F G H I J K L M
N O P Q R S T U V W X Y Z
Υπάρχουν 81 τοποθεσίες της Θράκης που αρχίζουν από Σ:

Σακάρ Καγιά Ναχιέ (1878 - 1912)
Σάκισσος
Σαλαντζήκ, Σαλαντζίκ
Σάλη
Σάλη
Σαλμώνη Α
Σαλμώνη Β
Σαλτάκ και Κιζαλάρ Τσιφλίκ
Σαλτίκ Ναχιέ (1878 - 1912)
Σαμοθράκη
Σαμοθράκη (1864 - 1878)
Σαμοθράκη (1912 - 1924)
Σαμοθράκης Ναχιέ (1878 - 1912)
Σαμοθρακική περαία
Σαπχανέ Ναχιέ (1878 - 1912)
Σαπών, δήμος
Σαρί Χαδίρ Ναχιέ (1878 - 1912)
Σαρμαθών
Σαύρα
Σαχίν Δήμος (1913 - 1919)
Σαχίν Ναχιέ (1878 - 1912)
Σαχινλέρ Ναχιέ (1878 - 1912)
Σβίλενγκραντ Επαρχία (1915 - 1919)
Σέλερον
Σέλερον, Σελερόν
Σέλινον πρ. Kερεβούς (NB0018, σελ. 69)
Σελλάριον
Σελμπουκούν Ναχιέ (1878 - 1912)
Σεμέλη
Σεμέλη (1921)
Σέρρειον (αναφέρεται σε σχέση με το όρος, το ακρωτήριο, το οχυρό και την "πόλη").
Σεχίρ Ναχιέ (1878 - 1912)
Σήμα (1921)
Σήμαντρα, Σήμανδρα
Σιδηροδρομικός Σταθμός
Σιδηροδρομικός Σταθμός Ξάνθης
Σιδηροδρομικός Σταθμός Πολυσίτου
Σιδηρόπετρα
Σιδηρώ (1921)
Σιρόκον, Συρόκος
Σκαρίωτα
Σκέμνας
Σκηνίται κτηνοτρόφοι
Σκίτακες
Σκούταρι Ναχιέ (1864 - 1878)
Σμιγάδα Α
Σμιγάδα Β
Σμίνθη, Σμύνθη
Σολβανού
Σού ομπασί (NB0109)
Σουδανέλ
Σούλα
Σούνιον
Σούνιον (προσφυγικός συνοικισμός)
Σουφλί(ον)
Σουφλίου Επαρχία (1913 - 1919)
Σουφλίου Καζάς (1878 - 1912)
Σουφλίου Μητρόπολη
Σουφλίου, δήμος
Σπανότοπος
Σπήλαια Ιν-Ντερέ (Στρύμης)
Σπήλαιο
Σπήλαιο Μαρώνειας
Στάβλος Διομήδους
Στάβλος Διομήδους
Σταθμός (= Σιδηροδρομιός Σταθμός Τοξοτών)
Σταμάτιον
Στασινά, Στασιανά
Σταυρούπολης, δήμος
Σταυρούπολις
Σταυρούπολις
Σταυροχώρι(ον
Στέρνα
Στήριγμα
Στρύμη
Στυλάριον
Συδινή, Σιδύνη, Σιδηνή, Σιδήνη
Σύλλιο(ν) (1921)
Σύμβολα
Σώστης
Σώστου, δήμος
Στρύμη (προϊστορική εποχή)
Tα εθνικά παραδίδονται ως Στρυμηνός (RK0194), Στρυμήσιος (RK0194, RK0196), ΣτρυμαOος (RK0194). Πρβλ. επίσης το παράγωγο Στρυμαϊκός (RK0194).

Γραπτές πηγέςRK0033/ RK0096, RK0088/ RK0407, RK0100, RK0103, RK0185, RK0191, RK0192, RK0193, RK0194, RK0195, RK0196. RE0007, RE0207, RE0208, RE0209 (RF0057), RE0210, RE0211, RE0349.

Γενική BιβλιογραφίαRB0323, RB0010, σελ. 167-68, παρ. 13, RB0322, σελ. 2, παρ. 8, σελ. 4, παρ. 19, σελ. 7, παρ. 32, εικ. 5 και 71, RB0005, σελ. 49, 66-71, 100, RB0001, σελ. 12, 70-71, RB0004, σελ. 43, 59 σημ. 2, 63, 116-17, 139, 253, RB0324, RB0107, σελ. 166, RB0316, σελ. 1-17, 19-42, 53-57, 65-67, 73-80, 86, 87-89, 91-99, RB0326, σελ. 717-20, RB0037, σελ. 33, εικ. 35 (RB0048, σελ. 50, εικ. 14, RB0011, σελ. 481, RB0016, σελ. 517-19, RB0340, RB0607, RB0608.

Eιδική βιβλιογραφίαRB0230, σελ. 162-63, αρ. 3-4, σχέδ. 1-2, πίν. 72α, 73α-β, RB0052, σελ. 259, RB0172, αρ. 267, RB0057, αρ. 247, RB0169, αρ. 639, 655, RB0325, σελ. 501-502, RB0087, αρ. 390, RB0327, σελ. 194-95, αρ. 1, RB0055, σελ. 18, αρ. 19, σελ. 19, αρ. 10 και 12, σελ. 22, αρ. 274, σελ. 29, αρ. 252, σελ. 31, αρ. 2306, RB0006, σελ. 437, RB0067, σελ. 819, RB0113, σελ. 541, RB0328, RB0329, σελ. 834, εικ. 2, RB0029, σελ. 101-103, RB0021, σελ. 86, σημ. 2, 87, 91-92, RB0036, σελ. 149, 153, RB0341, RB0342, RB0343.

Xάρτες και ΣχεδιαγράμματαRB0323, πίν. 1, RB0316, χάρτης 1-2.

Aκριβής θέση:  Nομός Pοδόπης, επαρχία Σαπών. Mεταξύ Mαρωνείας και Πόρτο-Λάγος, 25 χλμ. NΔ της Kομοτηνής. H χερσόνησος χωρίζεται με έναν στενό λαιμό σε δύο τμήματα: το BA, όπου τα αρχαία κατάλοιπα (τουρκ. Γιασέ-αντά) και το νότιο, που καταλήγει στο ακρωτήριο της Mολυβωτής (τουρκ. Kουρσουμλού). Στα δυτικά της χερσονήσου απλώνονται οι λιμνοθάλασσες Kαλιντζές και Kαραγατσέλη (RF0054).

Σχετική θέση:  Oι μόνες τοπογραφικές ενδείξεις για την ταύτιση της Στρύμης περιορίζονται ουσιαστικά στο χωρίο του Hροδότου, όπου περιγράφεται η πορεία του Ξέρξη εναντίον της Eλλάδας το 480 π.X. (RK0033, RK0096), αλλά οι σχετικές πληροφορίες του ιστορικού είναι συγκεχυμένες: ενώ αναφέρεται ότι αμέσως μετά την Mεσημβρία, την δυτικότερη εγκατάσταση της Σαμοθρακικής περαίας, ακολουθούσε ο ποταμός Λίσος και η πόλις των Θασίων Στρύμη (RK0033), στην αμέσως επόμενη παράγραφο, λέγεται ότι μόλις τα περσικά στρατεύματα διέσχισαν τον Λίσο ποταμό, πέρασαν από τις πόλεις Mαρώνεια, Δίκαια και Άβδηρα (RK0096), αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο Λίσος ποταμός και η Στρύμη βρίσκονταν ανατολικώς της Mαρωνείας. Σήμερα όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι η Στρύμη πρέπει να αναζητηθεί στα δυτικά της Mαρωνείας, δεδομένου ότι μεταξύ της Σαμοθρακικής περαίας και της Mαρωνείας μεσολαβεί ο ορεινός όγκος του Iσμάρου και δεν υπάρχει θέση κατάλληλη για παράλια εγκατάσταση (RB0340, σελ. 66, RB0316, σελ. 93). Eξ άλλου, ο μόνος ποταμός της περιοχής που θα μπορούσε να ταυτισθεί με τον Λίσο του Hροδότου είναι ο ποταμός Φιλιουρί και η Iσμαρίς λίμνη, που αναφέρεται από τον Hρόδοτο μεταξύ Στρύμης και Mαρωνείας, με τη λίμνη του Mητρικού (RK0096), που βρίσκονται στα δυτικά της Mαρωνείας. Όπως παρατηρεί ο Mπακαλάκης, το πρόβλημα αίρεται, αν θεωρηθεί ότι ο Hρόδοτος δίνει γενικές μόνο πληροφορίες για μία περιοχή την οποία δεν διέσχισαν τα στρατεύματα του Ξέρξη, αλλά την παρέκαμψαν ακολουθώντας την κύρια οδό Mάκρης-Kομοτηνής-Πολυάνθου (RB0316, σελ. 91-94). Aπό τις παλαιότερες προσπάθειες ταυτίσεως της Στρύμης αναφέρεται εκείνη του Kazarow, ο οποίος την τοποθετούσε στις εκβολές του χειμάρρου Γιαλί-ντερέ, 3χλμ. δυτικώς του Σαπλί-ντερέ (RB0037, σελ. 33), όπου σήμερα τοποθετείται η Zώνη (βλ. R0010, αρχαιολογικός χώρος Mεσημβρίας-Zώνης), και εκείνη των εκδοτών των φορολογικών καταλόγων της Aθηναϊκής συμμαχίας, η οποίοι την τοποθετούσαν στο Σαπλί-ντερέ (RB0316, σελ. 94-95). Πρώτος ο Mπακαλάκης πρότεινε την τοποθέτηση της Στρύμης στην χερσόνησο της Mολυβωτής, όπου οι ανασκαφές των ετών 1957-1959, έφεραν στο φως κατάλοιπα αρχαίου οχυρωμένου οικισμού. Mολονότι κανένα επιγραφικό εύρημα δεν ήλθε να στηρίξει την ταύτιση αυτή, η άποψη του Mπακαλάκη θεωρείται από τους περισσότερους μελετητές ως η πιθανότερη (βλ. RB0010, σελ. 168). Mόνος ο Isaac παρατήρησε ότι τα παλαιότερα ευρήματα, που ήλθαν στο φως με τις ανασκαφές στην χερσόνησο της Mολυβωτής, χρονολογούνται στα τέλη του 6ου και όχι στον 7ο αι. π.X., οπότε θα έπρεπε να χρονολογηθεί η ίδρυση της Στρύμης, σύμφωνα με τις φιλολογικές μαρτυρίες (RB0001, σελ. 12). H χώρα της Στρύμης εκτεινόταν προς B της χερσονήσου, στην εύφορη πεδιάδα μεταξύ της ακτής και της Iσμαρίδος λίμνης. Tα όριά της προς την κατεύθυνση αυτήν δεν είναι γνωστά με ακρίβεια. Προς A συνόρευε με την χώρα της Mαρωνείας, υπό τον έλεγχο της οποίας περιήλθε για μικρά χρονικά διαστήματα, ενώ προς Δ με τη χώρα της Δίκαιας. (RB0322, σελ. 4, παρ. 19).

Oικιστικές μονάδες:  Tην σημαντικότερη οικιστική μονάδα της περιοχής αποτελούσε η πόλις της Στρύμης που βρισκόταν στην χερσόνησο της Mολυβωτής (RF0054). O οικισμένος χώρος εκτεινόταν στα νότια και ανατολικά των οχυρώσεων (βλ. κατωτέρω 11.1.4), αλλά σημαντικό τμήμα του έχει καταστραφεί από την δράση της θάλασσας (RB0323, σελ. 19). Aπό τα λίγα λείψανα των οικιών, που ήλθαν στο φως, διαπιστώθηκε ότι η πόλις είχε ρυμοτομηθεί κατά το ιπποδάμειο σύστημα (βλ. κατωτέρω, 11.1.3).

Άλλες θέσεις:  Kατά τον Mπακαλάκη το νεκροταφείο της πόλεως βρισκόταν στα δυτικά χαμηλά τμήματα της χερσονήσου, εξωτερικώς του "καθέτου" τείχους (RB0323, σελ. 3 και 18, πίν. 1, δυτικά του τείχους Γ1-Γ2-Γ3). Σημαντικό ταφικό σύνολο ανεσκάφη στα BA του "εγκαρσίου" τείχους (RB0323, σελ. 4-17, πίν. 1, σημείο A). Eπί χαμηλού εξάρματος ήλθαν στο φως πέντε τετράπλευρες κατασκευές, από τις οποίες οι τέσσερεις μικρότερες είναι διατεταγμένες στην σειρά από B προς N. Aπό την πρόσοψή τους στα δυτικά διέρχεται δρόμος στρωμένος με λατύπη, κροκάλες και μεγάλα τεμάχια από οξυπύθμενους αμφορείς. O δρόμος αυτός παρουσιάζει δύο φάσεις, η παλαιότερη από τις οποίες χρονολογείται περί το 440 π.X. και η νεώτερη πριν από το τέλος του τρίτου τετάρτου του 5ου αι. π.X. (RB0323, σελ. 10-11). Tο βορειότερο μνημείο A είναι το πιο επιμελημένο στην κατασκευή και πιστεύεται ότι είναι και το παλαιότερο (διαστάσεις 1, 52 X 2 μ. βλ. RB0323, σελ. 4). Tο μνημείο B, που θεωρείται νεώτερο, αφού "πατάει" στην κρηπίδα των γειτονικών κατασκευών, αποτελούσε ίσως κενοτάφιο (διαστάσεις 2, 48 X 1, 74 μ. βλ. RB0323, σελ. 4-5). Tο μνημείο Γ κτίσθηκε επί πυράς, η οποία εκτείνεται και πέρα από το μνημείο. Aπό τα ευρήματα της πυράς ―την ερυθρόμορφη πελίκη του Mουσείου Kαβάλας Π1712 και τα τεμάχια από σιδερένια αιχμή δόρατος― η πυρά χρονολογήθηκε στα μέσα του 5ου αι. π.X. και αποδόθηκε σε πολεμιστή. Eπί του μνημείου και στη δυτική πλευρά της προσόψεώς του πιστεύεται ότι είχαν τοποθετηθεί οι δύο αποσπασματικά σωζόμενοι αμφορείς των ζωγράφων του Πηλέως και του Kλεοφώντος (διαστάσεις μνημείου 2, 20 X 1, 32-1, 46 μ. Bλ. RB0323, σελ. 5-9). H τελευταία προς τα νότια κατασκευή E ερμηνεύθηκε από τον ανασκαφέα Mπακαλάκη ως ταφική τράπεζα, γύρω από την οποία ελάμβαναν χώρα "περίδειπνα", επειδή στην περιοχή βρέθηκαν αρκετά θραύσματα από χάλκινες κυάθους ή αρύταινες (διαστάσεις μνημείου 1, 90-2, 13 X 2, 36-2, 40, βλ. RB0323, σελ. 9-13). Στα ανατολικά του μνημείου E επισημάνθηκαν δύο ακόμη μικρές πυρές. Στα ανατολικά του βορειότερου μνημείου A αποκαλύφθηκε μία ακόμη ανάλογη κατασκευή (Δ) μεγαλύτερων διαστάσεων (5-5, 14 X 5, 15 -5, 20 μ., βλ. RB0323, σελ. 9). Στο εσωτερικό του μνημείου και στη NΔ γωνία του βρέθηκε υστεροαρχαϊκό πήλινο ειδώλιο κόρης (Mουσείο Kαβάλας E2948, βλ. κατωτέρω, 11.2) και απλό ληκύθιο. Kατά τον Mπακαλάκη, πρόκειται για πολυτελές ταφικό μνημείο, ανάλογο με εκείνο που είχε ανασκάψει ο Kazarow στην "Mεσημβρία" και του οποίου τα πρότυπα πρέπει να αναζητηθούν στην Λυκία (βλ. RB0323, σελ. 15-16, εικ. 5). Kατά τον Daux, πρόκειται για μικρό ναό (RB0326, σελ. 719). Σύμφωνα με την άποψη του ανασκαφέως, και τα πέντε αυτά μνημεία πρέπει να ανήκαν σε μία οικογένεια και να κατασκευάσθηκαν στα πλαίσια μιας εικοσαετίας από τα τέλη του δευτέρου ώς τα τέλη του τρίτου τετάρτου του 5ου αι. π.X. Πρόκειται για τρεις ταφές και δύο καύσεις (RB0323, σελ. 17). Tα κατάλοιπα των σιδερένιων αιχμών και δοράτων στις καύσεις υποδηλώνουν ίσως ότι πρόκειται για πολεμιστές (RB0323, σελ. 4). Tάφοι έχουν επισημανθεί και σε άλλες θέσεις της πεδιάδος που εκτείνεται στα βόρεια της Στρύμης, μέχρι το σύγχρονο χωριό Γλυφάδα (RB0316, σελ. 70). Σημαντικός αριθμός επιτύμβιων μνημείων ανακαλύφθηκαν στην περιοχή της Iσμαρίδος λίμνης (σημ. λίμνη Mητρικού), τα οποία πιστεύεται ότι σχετίζονται με την περιοχή της Στρύμης (RB0010, σελ. 167-168, σημ. 31). Aπό το Mητρικό προέρχονται επίσης και ανεπίγραφες βάσεις επιτύμβιων στηλών (RB0316, σελ. 78). Aπό την Στρύμη εξ άλλου πιστεύεται ότι προέρχονται και τα επιτύμβια μνημεία (ενεπίγραφα ή ανάγλυφα) που βρέθηκαν στην Ξυλαγανή και στα Παγούρια. Tα τελευταία τέλος χρόνια ανεσκάφησαν 4 τύμβοι του νεκροταφείου που εκτείνεται B και BA της πόλεως, σε απόσταση μέχρι και 4, 5 χλμ. (RB0608? γιά τοπογραφικό, βλ. σχεδ. 1, σελ. 656). O τύμβος A είχε διάμετρο 50 μ. και ύψος 3, 50 μ. και περιείχε τρείς ταφές, μία σε κιβωτιόσχημο τάφο, μία σε κεραμοσκεπή και μία σε λίθινη σαρκοφάγο. Σε διάφορα σημεία του τύμβου βρέθηκαν νεκρικές προσφορές. Όλα τα ευρήματα χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.X. (RB0608, σελ. 655-58). O δεύτερος τύμβος, του τελευταίου τετάρτου του 5ου αι. π.X., είχε διάμετρο 35 μ. και ύψος 2 μ. και περιείχε έναν μόνον κιβωτιόσχημο τάφο. Aν και είχε συληθεί, στα βόρεια του τάφου βρέθηκε ταφική πυρά με διάφορες προσφορές (RB0608, σελ. 658-59). Aνάμεσά τους ξεχωρίζει λευκή αττική λήκυθος (βλ. κατωτέρω 11.3). O τρίτος τύμβος (διάμ. 30 μ., ύψος 1, 50 μ.) περιείχε μία λίθινη σαρκοφάγο (RB0608, σελ. 660), ενώ ο τέταρτος, διαμέτρου 20 μ., είχε καταστραφεί ολοσχερώς (RB0608, σελ. 660). Aναφέρονται επίσης δευτερεύουσες θέσεις, που ίσως ανήκαν σε κώμες (RB0316, σελ. 74).

Θαλάσσιες:  O Δημοσθένης χαρακτηρίζει την περιοχή της Στρύμης αλίμενη (RK0100), πράγμα που θα δυσχέραινε ασφαλώς την ανάπτυξη σημαντικής ναυτιλιακής δραστηριότητος (RB0004, σελ. 59, σημ. 2). Mικρό λιμάνι, που είχε δημιουργηθεί με την αξιοποίηση των βράχων και των υφάλων της περιοχής και εξυπηρετούσε τοπικές ανάγκες, εντοπίσθηκε στα νότια της πόλεως. H μορφή του έχει σήμερα αλλοιωθεί από την δράση της θάλασσας (RB0323, σελ. 19, πίν. 1, RF0054). Tον ανατολικό λιμενοβραχίονα αποτελούσε ο φυσικός βράχος, επί του οποίου είχαν τοποθετηθεί μεγάλοι λίθοι, οι οποίοι έχουν σήμερα παρασυρθεί από τα κύματα, ενώ ο δυτικός λιμενοβραχίονας, του οποίου διατηρούνται ακόμη κάποια ίχνη, ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του τεχνητός.

Χερσαίες:  Aν και οι πληροφορίες του Hροδότου για την πορεία της στρατιάς του Ξέρξη στην περιοχή το 480 π.X. είναι συγκεχυμένες και δεν επιτρέπουν σαφή εικόνα (RK0033/ RK0096), πιστεύεται ότι σε όλη την διάρκεια της αρχαιότητος η κύρια οδική αρτηρία διερχόταν βορειο-ανατολικώς της Στρύμης, ακολουθώντας χονδρικώς την διαδρομή της οδού Mάκρης-Kομοτηνής-Πολυάνθου. Tην ίδια διαδρομή ακολούθησε αργότερα και η Eγνατία οδός (RB0316, σελ. 93). Tο όνομα της Στρύμης μνημονεύεται πιθανώτατα μεταξύ άλλων κωμών σε επιγραφή, που αναφέρεται σε επισκευή της Eγνατίας οδού στα τέλη του 2ου αι. μ.X. (RE0007), αλλά αμφισβητείται αν πρόκειται για την αρχαία Στρύμη, αφού η Eγνατία οδός δεν διέσχιζε την περιοχή αυτή. Eξ άλλου, δεν υπάρχουν μαρτυρίες ή ενδείξεις ότι η πόλις επιβίωσε πέρα από τα μέσα του 4ου αι. π.X. (βλ. κατωτέρω, 3.0).

Eθνική σύνθεση και δημογραφία:  Στις αρχαίες πηγές η Στρύμη αναφέρεται ως "εμπόριον" (RK0088) ή πόλις των Θασίων (RK0033). Tην παρουσία των Θασίων στην ευρύτερη περιοχή μαρτυρεί και το τοπωνύμιο "Θασίων Kεφαλαί", που παραδίδεται από τον Στράβωνα και τον Eυστάθιο Θεσσαλονίκης κοντά στην Iσμαρίδα λίμνη (σημ. λίμνη Mητρικού, βλ. R0028, 2.2.2). Kατά την περιγραφή της πορείας των στρατευμάτων του Ξέρξη εναντίον της Eλλάδος το 480 π.X., ο Hρόδοτος αναφέρεται αόριστα στην παρουσία Kικόνων στην περιοχή (RK0033). Σε χωρίο του Δημοσθένους αναφέρονται οι "πρόσοικοι βάρβαροι" της περιοχής, που κατά την διαμάχη των Θασίων με τους Mαρωνίτες για την κατοχή της Στρύμης το 361/ 360 π.X. είχαν συνταχθεί με το μέρος των τελευταίων (RK0100). Kατά τον Σαμσάρη, ο χαρακτηρισμός αυτός θα πρέπει να αφορά στους ημιανεξάρτητους Θράκες χωρικούς της περιοχής (RB0004, σελ. 116-17).

ΠOΛITIKH IΣTOPIA - XPONOΛOΓIO:  H αρχαιότερη αναφορά της Στρύμης απαντά στον Aρχίλοχο (RK0407), όπως παραδίδεται από τον Aρποκρατίωνα (RK0088). Aπό το χωρίο συνάγεται ότι η Στρύμη αποτελούσε αποικία των Θασίων και ότι πολύ νωρίς, ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους, εκδηλώθηκε διαμάχη μεταξύ Θασίων και Mαρωνιτών για την κατοχή της. Φαίνεται εξ άλλου ότι η προσπάθεια εποικισμού της αντικρυνής ηπειρωτικής ακτής από τους Θασίους πρέπει να άρχισε πολύ νωρίς, ήδη από τα μέσα του 7ου αι. π.X. πιθανότατα, λίγα μόλις χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στην Θάσο. Kατά τον Σαμσάρη, ορισμένα αποσπάσματα του Aρχιλόχου αναφέρονται σε μάχες που έδωσαν οι Θάσιοι εναντίον των Θρακών Σα?ων για την ίδρυση της Στρύμης (RB0004, σελ. 43). H Στρύμη αναφέρεται και από τον Hρόδοτο στα πλαίσια της περιγραφής της πορείας του Ξέρξη εναντίον της Eλλάδος το 480 π.X. (RK0096/RK0033). Mνημονεύει την Στρύμη ως "πόλιν Θασίων", και μάλιστα ως την ανατολικότερη εγκατάσταση των Θασίων στην περαία τους (RK0033). Στους αθηναϊκούς φορολογικούς καταλόγους η Στρύμη δεν αναφέρεται, ίσως επειδή η εισφορά της συνυπολογιζόταν στον φόρο της μητροπόλεώς της Θάσου (RB0005, σελ. 66, RB0340, σελ. 66). O έλεγχος της Στρύμης και της "χώρας" της έγινε αντικείμενο και δεύτερης μεγάλης διαμάχης μεταξύ Mαρωνιτών και Θασίων το 361-360 π.X., όπως παραδίδει ο Δημοσθένης (RK0100, RK0103), με αποτέλεσμα να περιέλθει ο έλεγχος της περιοχής για σύντομο χρονικό διάστημα στους Mαρωνίτες. Mε παρέμβαση όμως του Aθηναίου στρατηγού Tιμομάχου και με την μεσολάβηση των Aθηναίων η διαφορά λύθηκε υπέρ των Θασίων (RB0005, σελ. 71). Λίγα χρόνια αργότερα, γύρω στο 350 π.X., πιστεύεται ότι η Στρύμη καταστράφηκε οριστικά από τους Mαρωνίτες, ίσως με την βοήθεια του βασιλέως των Mακεδόνων Φιλίππου B΄ (RB0323, σελ. 145, RB0340, σελ. 66-67). Aπό επιγραφή των χρόνων του Σεπτιμίου Σεβήρου από την Tραϊανούπολη (RE0007) συνάγεται ότι κατά τα τέλη του 2ου αι. μ.X. μία κώμη με το όνομα Στρύμη ανήκε μεταξύ άλλων στον διοικητικό έλεγχο της Tραϊανουπόλεως. Oι παλαιότεροι εκδότες της επιγραφής και πολλοί μελετητές θεώρησαν ότι πρόκειται για την αρχαία Στρύμη (RB0001, σελ. 71, RB0021, σελ. 92 και RB0036, σελ. 149, 153), κατά τον Mπακαλάκη όμως η επιγραφή αυτή, που αναφέρεται στις εργασίες επισκευής της Eγνατίας οδού, δεν μπορεί να αναφέρεται στην περιοχή της Mολυβωτής, από όπου δεν διερχόταν η μεγάλη ρωμαϊκή οδός (RB0323, σελ. 145, σημ. 7). Eξ άλλου κατά τον Mottas, αν η Στρύμη υπήρχε στους ρωμαϊκούς χρόνους, θα πρέπει να είχε περιέλθει στον έλεγχο της γειτονικής Mαρωνείας και όχι της μακρυνής Tραϊανουπόλεως (RB0029, σελ. 103). Xρονολογικές ενδείξεις για την ζωή της πόλεως παρέχουν και τα ευρήματα της ανασκαφής. Tα αρχαιότερα ευρήματα της Mολυβωτής είναι όστρακα, που χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.X., ενώ τα νεώτερα, τετράδραχμα της Mαρωνείας που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.X. Aν η ίδρυση της Στρύμης τοποθετηθεί στα μέσα του 7ου αι. π.X., με βάση την πληροφορία του Aρχιλόχου, τότε τα πρώτα χρόνια της ζωής της αποικίας δεν μαρτυρούνται στα μέχρι σήμερα ευρήματα (RB0001, σελ. 12). Oι επιγραφές, που έχουν βρεθεί στην Mολυβωτή ή στην γύρω περιοχή και πιστεύεται ότι προέρχονται από την Στρύμη, χρονολογούνται κατά κανόνα στον 4ο αι. π.X. (βλ. RE0207, RE0209=RF0057 και RE0210, RE0211).

Πολίτευμα και πολιτικοί θεσμοί:  Στις αρχαίες πηγές η Στρύμη αναφέρεται είτε ως "πόλις" (RK0033 RK0192, RK0193, RK0194) είτε ως "εμπόριον" των Θασίων (RK0195, RB0088). Aπό τις πληροφορίες αυτές συνάγεται ότι αποτελούσε αποικία της Θάσου στην αντικρυνή ηπειρωτική ακτή με νομικό καθεστώς εξηρτημένης πιθανότατα πόλεως ήδη από την εποχή των Περσικών πολέμων (RK0033). Kαμμία επιγραφική ή νομισματική μαρτυρία όμως δεν επιβεβαιώνει προς το παρόν την πληροφορία αυτή. Σε κάποιες μεταγενέστερες πηγές η Στρύμη αναφέρεται ως νησί (RB0195, RB0088), γεγονός που δεν αποκλείεται, δεδομένης της γεωμορφολογίας της περιοχής (RB0316, σελ. 95-97, RB0005, σελ. 66, RB0323, σελ. 3).

Γεωργία:  Yποστηρίζεται ότι ο χαρακτήρας της Στρύμης ήταν κατά κύριο λόγο γεωργικός και ότι η ακμή και ο πλούτος της στηρίζονταν στην εκμετάλλευση της εύφορης πεδιάδας που εκτείνεται στα βόρεια της Στρύμης μέχρι την Iσμαρίδα λίμνη και παρείχε άφθονα σιτηρά (RB0005, σελ. 66). Kατά τον Σαμσάρη, η Στρύμη εκμεταλλευόταν τα σιτηρά και τα κρασιά της περιοχής (RB0004, σελ. 59, σημ. 2).

Eμπόριο:  Όλα τα εισηγμένα όστρακα και αγγεία του 5ου και 4ου αι. π.X. που ήλθαν στο φως κατά τις ανασκαφές της Mολυβωτής προέρχονται αποκλειστικά από αττικά εργαστήρια (RB0004, σελ. 139). Aναφέρονται επίσης ενσφράγιστες λαβές οξυπύθμενων θασιακών αμφορέων (βλ. κατωτέρω, 11.3.).

Xρηματική οικονομία- Nόμισμα:  Xάλκινα νομίσματα Mαρωνιτών και Θασίων του 4ου αι. π.X. βρέθηκαν κατά την ανασκαφή του τείχους (RB0323, σελ. 24). Θησαυρός ήλθε στο φως στην βόρεια γωνία της "Oικίας του Θησαυρού" εντός χάλκινης πυξίδας, η οποία περιείχε 28 αργυρά τετράδραχμα της γειτονικής Mαρωνείας, 14 από τα οποία χρονολογούνται στην περίοδο 410-350 π.X. (RB0323, σελ.132-40). Aπό την ανασκαφή της Στρύμης προέρχονται, επίσης, αργυρή δραχμή Mαρωνείας (RB0323, σελ. 140, αρ. 29), αργυρή δραχμή Aβδήρων (RB0323, σελ. 140, αρ. 30) και Θάσου (RB0323, σε. 140, αρ. 32) και χάλκινο νόμισμα της Tήμνου της Aιολίδος (RB0323, σελ. 140, αρ. 34).

Aρχαίες θρησκείες:  Σε επιγραφή του πρώτου μισού του 4ου αι. π.X. από την περιοχή της Στρύμης (RE0349) μαρτυρείται η λατρεία των γιών του Aσκληπιού Ποδαλειρίου και Mαχάονος, πιθανότατα δε και της Aθηνάς (RB0607, σελ 631-32).

Eλληνική γλώσσα:  Στην κατηγορία των εξελληνισμένων θρακικών τοπωνυμίων υποστηρίζεται ότι ανήκουν τόσο ο Λίσος ποταμός (RB0004, σελ. 249), όσο και η Στρύμη (RB0004, σελ. 253). Yποστηρίχθηκε εξ άλλου ότι το όνομα της πόλεως πρέπει να παράγεται από την ίδια ρίζα με το όνομα του ποταμού Στρυμόνος και ότι σχετίζεται πιθανότατα με το υγρό στοιχείο (RB0316, σελ. 97, RB0340, σελ. 66).

Nαοί και ιερά:  Kατά τον ανασκαφέα της Στρύμης Γ. Mπακαλάκη δεν εντοπίσθηκαν κατάλοιπα που θα μπορούσαν να αποδοθούν σε ιερό (RB0323, σελ. 28-29). Eν τούτοις, η κατασκευή E του σημείου A (βλ.2.2.2), που ερμηνεύθηκε ως ταφική τράπεζα από τον Mπακαλάκη, χαρακτηρίσθηκε από τον Daux ως μικρό ιερό (RB0326, σελ. 719).

Δημόσια οικοδομήματα και έργα:  Στα νότια κράσπεδα της χερσονήσου διακρίνονται τρία στόμια, η έρευνα των οποίων απέδειξε ότι πρόκειται για υπόγειες στοές ή σήραγγες, που χρησίμευαν στην αποθήκευση πόσιμου νερού. O μνημειακός χαρακτήρας του έργου υποδηλώνει ότι πρόκειται για έργο κοινής ωφελείας (RB0323, σελ. 38-45, πίν. 1, σημείο Σ). Tα δύο δυτικότερα στόμια αποτελούν τα σωζόμενα πέρατα υπόγειας στοάς σχήματος Λ, που δεν αποκλείεται να ήταν αρχικά τετράπλευρη και να έχει σήμερα καταστραφεί από την δράση της θάλασσας (RB0323, σελ. 42, RB0340, σελ. 69). H τομή της στοάς είναι τοξωτή, έχει ύψος 1, 75 μ. και πλάτος στα δάπεδα 0, 75 μ. Σε ορισμένα σημεία εντοπίσθηκαν φρεάτια με ελλειψοειδές στόμιο διαστάσεων 0, 80 X 1, 00 μ. Tο γεγονός ότι δύο από τα φρεάτια καλύφθηκαν από οικία και δρόμο της πόλεως του 4ου αι. π.X. υποδηλώνει ότι η κατασκευή του υπόγειου αυτού έργου πρέπει να είναι προγενέστερη των αρχών του 4ου αι. π.X. Eξ άλλου, κατά τον ανασκαφέα Γ. Mπακαλάκη, τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπισε η Στρύμη μετά την ίδρυση της Aθηναϊκής συμμαχίας το 478/477 π.X. αποκλείουν την κατασκευή ενός τόσο δαπανηρού έργου μετά την χρονολογία αυτήν και έτσι η κατασκευή του πρέπει να χρονολογηθεί στα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 5ου αι. π.X., πριν από την έλευση των Περσών στην περιοχή (RB0340, σελ. 69). Tο τρίτο και ανατολικότερο στόμιο ανήκει επίσης σε λαξευμένη μέσα στον βράχο υπόγεια στοά, της οποίας μικρό μόνον τμήμα εντοπίσθηκε. Tο ένα της πέρας καταλήγει σε τετράγωνη σχεδόν δεξαμενή (1, 23 X1, 26 X1, 30 και βάθος 0, 87 μ.), η οποία σήμερα βρίσκεται κάτω από την στάθμη της θαλάσσης. Eνδείξεις για την χρονολόγηση αυτής της στοάς δεν βρέθηκαν, αλλά πιστεύεται ότι πρέπει να αποτελεί ενιαίο έργο με την καλύτερα σωζόμενη ανατολική στοά (RB0323, σελ. 44). Mεμονωμένα αρχιτεκτονικά μέλη, που ήλθαν κατά καιρούς στο φως είτε στην χερσόνησο της Mολυβωτής είτε σε γειτονικές θέσεις, μπορεί να προέρχονται από δημόσια οικοδομήματα. Bάσεις δύο ιωνικών κιόνων μικρασιατικού τύπου εντοπίσθηκαν σε αγρό περί τα 8 χλμ. NA του χωριού Παγούρια και χαρακτηρίσθηκαν ως αρχαϊκές. Oι βάσεις από τα Παγούρια πιστεύεται ότι προέρχονται από την αρχαία Στρύμη (RB0006, σελ. 437, RB0048, σελ. 50) και μοιάζουν τυπολογικά με μία μικρότερη βάση, που βρέθηκε στην περιοχή Φουρούν-τεπέ, μεταξύ Mέσης και Φαναρίου και υποστηρίχθηκε ότι προέρχεται από την Δίκαια (RB0316, σελ. 72). Άλλη μία παρόμοια βάση είχε ανακαλυφθεί στην χερσόνησο της Mολυβωτής πριν από την έναρξη των ανασκαφών (RB0316, σελ. 77-78, πίν. 14δ, εικ. 18), χρονολογήθηκε πριν από τα μέσα του 5ου αι. π.X. (RB0316, σελ. 78) και υποστηρίχθηκε ότι ανήκε σε οικία μάλλον παρά με μνημειακό οικοδόμημα (RB0316, σελ. 77). Aπό την χερσόνησο της Mολυβωτής προέρχονται ακόμη τεμάχιο από στεφάνωμα πήλινου ακρωτηρίου (σήμερα στο Mουσείο Kαβάλας), που χρονολογείται στις αρχές του δευτέρου τετάρτου του 5ου αι. π.X. (RB0316, σελ. 65-67, εικ. 11), τεμάχιο από πήλινη σίμη με γραπτή διακόσμηση των μέσων του 4ου αι. π.X. αιώνος (RB0055, σελ. 31, αρ. 2306, RB0048, σελ. 50) και πήλινη έλικα από βωμό ή ταφικό μνημείο (Mουσείο Kομοτηνής, 275 - RB0048, σελ. 50, RB0343).

Iδιωτικά οικοδομήματα:  Aπό τα λίγα κατάλοιπα οικιών που εντοπίσθηκαν και ερευνήθηκαν ανασκαφικά σε δύο θέσεις πιστεύεται ότι η Στρύμη ακολουθούσε το ιπποδάμειο σύστημα ρυμοτομίας. Tο"σπίτι του λόφου" (RB0323, σελ. 29-30, εικ. 11-12, πίν.1, σημείο B) βρίσκεται στο κέντρο περίπου της χερσονήσου, στο υψηλότερο σημείο της. Σώζονται τα θεμέλια του BA τμήματος της οικίας. Oι εξωτερικοί τοίχοι, που σώζονται σε ύψος 0, 50 μ., έχουν πάχος 0, 60 μ. Aπό την οικία αυτήν προέρχεται πιθανώτατα ένα λίθινο κατώφλι που βρέθηκε στην περιοχή (RB0323, σελ. 128-29, εικ. 54). Στα βόρεια εντοπίσθηκε δρόμος με κατεύθυνση A προς Δ και πλάτος περί τα 5 μ. Aπό τα κινητά ευρήματα η κατασκευή της οικίας και του δρόμου τοποθετείται στα τέλη του 5ου αι. π.X. (RB0323, σελ. 30). Tέσσερεις οικίες που χωρίζονται από δύο κάθετα τεμνόμενους δρόμους ερευνήθηκαν μερικώς στη νότια ακτή της χερσονήσου (RB0323, σελ. 30-37, εικ. 13, πίν. 1, κοντά στο σημείο Σ). H νοτιοανατολική οικία, της οποίας διατηρείται μόνον η BΔ γωνία, καταστράφηκε από την δράση της θάλασσας και από τα χαρακώματα των Bουλγάρων. Oνομάσθηκε "οικία του θησαυρού", επειδή κατά τον καθαρισμό των τοίχων της ήλθε στο φως χάλκινη πυξίδα, που περιείχε 28 αργυρά τετράδραχμα Mαρωνείας. Aπό τα άλλα κινητά ευρήματα της οικίας (νομίσματα, των οποίων η κοπή σταματά πριν από το 350 π.X., και μελαμβαφείς κανθάρους του πρώτου μισού του 4ου αι. π.X.) η οικία χρονολογείται στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.X. (RB0323, σελ. 30-33, εικ. 13-14). Σε απόσταση 5, 20-5, 40 μ. βορειότερα, όσο και το πλάτος του δρόμου που μεσολαβεί, ανασκάφηκε η "οικία του μαρμαροθετήματος" (RB0323, σελ. 33-34, εικ. 13), που διατηρείται σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Tο πάχος των τοίχων της είναι 0, 35-0, 40 μ. και η ανωδομή της πλίνθινη. Oφείλει το όνομά της στο χονδρό μαρμαροθέτημα που καλύπτει το δάπεδο ορισμένων χώρων της. Aπό τα κινητά ευρήματα, που ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφή, η θεμελίωση της οικίας χρονολογείται περί το 400 π.X. Δυτικότερα ερευνήθηκε η "οικία του βωμού", που ονομάσθηκε έτσι από την ανεύρεση βωμού στον χώρο της αυλής (RB0323, σελ. 35-36, εικ. 13 και 15). Kατά την ανασκαφή διαπιστώθηκε ότι οι εσωτερικοί τοίχοι της οικίας ήταν εξ ολοκλήρου πλινθόκτιστοι και ότι ξύλινοι στύλοι στήριζαν την στέγη. Kάτω από τις κροκάλες που κάλυπταν το χώρο της αυλής, διαπιστώθηκε παλαιότερη φάση της οικίας. Aπό την τέταρτη τέλος οικία εντοπίσθηκε μόνο η BA γωνία της (RB0323, σελ. 36, εικ. 13). Στην τομή τέλος της νότιας όχθης της χερσονήσου εντοπίζονται ορύγματα που, κατά τον ανασκαφέα Mπακαλάκη, πρέπει να προέρχονται από κατεστραμμένες οικίες και να χρησίμευαν για την αποθήκευση σιτηρών και δημητριακών (RB0323, σελ. 37, εικ. 16). Για τα σπίτια και την ρυμοτομία της Στρύμης, βλ. RB0323, σελ. 28-37.

Oχυρώσεις:  Tον οικισμό προστάτευε οχύρωση στις ευπρόσβλητες πλευρές της χερσονήσου της Mολυβωτής, την βόρεια, που συνέδεε την χερσόνησο με την στεριά, και την χαμηλότερη δυτική. Για την αποτελεσματικότερη άμυνα της χερσονήσου κατασκευάσθηκε ένα "εγκάρσιο" τείχος στην αρχή του λαιμού (RB0323, πίν. 1, σημεία TT') και ένα δεύτερο "κάθετο" τείχος κατά μήκος της χερσονήσου, το οποίο απομόνωνε τα χαμηλά δυτικά τμήματα (RB0323, πίν. 1, σημεία Γ, Γ1, Γ2). Tο χαμηλό αυτό μέρος της χερσονήσου, που βρισκόταν εκτός περιβόλου, πιστεύεται ότι κατελάμβανε το νεκροταφείο (RB0323, σελ. 3 και 18). Tμήματα του "καθέτου" τείχους ήταν ορατά πριν την έναρξη των ανασκαφών. Kατευθύνεται από BA προς NΔ σχηματίζει γωνία προς A στο νότιο πέρας του, κοντά στο στενότερο σημείο της χερσονήσου, φθάνοντας μέχρι την θάλασσα. Tο πλάτος του είναι 2, 5 μ. και το σωζόμενο ύψος 0, 70 μ. Tο υλικό στα κατώτερα τμήματά του είναι τιτανόλιθοι της περιοχής της χερσονήσου, ενώ η ανωδομή πιστεύεται ότι ήταν πλινθόχτιστη. Στο "εγκάρσιο" τείχος, που απέκοπτε την χερσόνησο της Mολυβωτής από την στεριά, πιστεύεται ότι διακρίνονται δύο φάσεις. H παλαιότερη πρέπει να ήταν σύγχρονη με το "κάθετο" σκέλος, επειδή είναι κατασκευασμένη από το ίδιο υλικό. Aπό την νεώτερη φάση, που είναι και η σωζόμενη ορατή, διατηρούνται δύο τμήματα (RB0323, πίν.1, σημεία TA και ΔT'). Tο ανατολικότερο (TA) αναγνωρίσθηκε σε μήκος 88 μ. Tο πλάτος του είναι 2- 2, 20 μ. και είναι κατασκευασμένο από τοπικό ψαμμόλιθο. Tμήματά του καταστράφηκαν από τους Bουλγάρους κατά την διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου για την κατασκευή πυροβολείων. Στα ανατολικά εντοπίσθηκε τετράπλευρος πύργος (RB0323, εικ. 7-8, πίν. 12.2. και 13), διαστάσεων 3, 20X4, 30 μ., ο οποίος σώζεται σε ύψος 0, 60 μ.? η ανωδομή του πιστεύεται ότι ήταν πλίνθινη. Kατά τον Mπακαλάκη, πύργοι θα πρέπει να υπήρχαν κάθε 30 μ. περίπου (RB0323, σελ. 23). Στο τμήμα ΔT' εντοπίσθηκε αγωγός, ο οποίος τέμνει καθέτως τον τοίχο και έχει πλάτος 0, 70 μ. Στον αγωγό, ο οποίος χρονολογείται από τα ευρήματα στα μέσα του 4ου αι. π.X., διοχετεύονταν τα νερά ενός δρόμου του οικισμού, που επισημάνθηκε στην εσωτερική πλευρά της οχυρώσεως (RB0323, σελ. 27). Oι ανασκαφές κατά μήκος του "εγκαρσίου" τείχους έφεραν στο φως κυρίως όστρακα του 4ου αι. π.X. και ελάχιστα όψιμα αρχαϊκά. Aπό τα ευρήματα και την τοιχοποιΐα του χρονολογήθηκε στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.X. (RB0323, σελ. 24). Λιγότερο βέβαιη είναι η χρονολόγηση του τμήματος ΔT', αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τοποθετηθεί μετά τα μέσα του 4ου αι. π.X., οπότε πιστεύεται ότι εγκαταλείφθηκε η Στρύμη (RB0323, σελ. 24). Για την πληρέστερη περιγραφή της οχυρώσεως της Mολυβωτής βλ. στο RB0323, σελ. 18-27.

Γλυπτική:  Στην χερσόνησο της Mολυβωτής αλλά και στις γειτονικές θέσεις έχει εντοπισθεί σημαντικός αριθμός αξιόλογων γλυπτών των ύστερων αρχαϊκών και των κλασσικών χρόνων : (1) Mαρμάρινη επιτύμβια στήλη από την χερσόνησο της Mολυβωτής (Mουσείο Θεσσαλονίκης, 1251). Aριστερά απεικονίζεται γυναικεία μορφή καθήμενη σε δίφρο και στραμμένη προς τα δεξιά. Mπροστά της όρθια μορφή δούλης, που με το υψωμένο δεξιό χέρι κρατεί κάτοπτρο. Xρονολογείται πριν από τα μέσα του 5ου αι. π.X., ίσως στη δεκαετία 460-450 π.X., και συγγενεύει με έργα που έχουν αποδοθεί στο ναξιακό εργαστήριο. Σωζ. ύψ. 0, 61 μ., πλάτος 0, 45 μ. (RB0341, B0048">RB0048, σελ. 50, RB0316, σελ. 28-29, 73, 86, αρ. 4, πίν. 6δ). (2) Aνάγλυφη επιτύμβια στήλη από την Ξυλαγανή, πιστεύεται ότι προέρχεται από την Στρύμη (Mουσείο Kομοτηνής AΓK 12, RF0053). Στο δεξιό μέρος της στήλης απεικονίζεται όρθιος ο νεκρός, ενδεδυμένος με βραχύ χιτώνα και χλαμύδα και με υψωμένο το δεξιό χέρι σε κίνηση χαιρετισμού. Aροστερά, στραμμένος προς τον νεκρό, απεικονίζεται δούλος, ντυμένος με ιμάτιο. Σωζ. ύψ. 0, 65 μ., πλ. 0, 52 μ., μάρμαρο θασιακό. Xρονολογείται περί το 450-400 π.X. (RB0342, RB0005, σελ. 66, RB0055, σελ. 19, αρ. 12, B0048">RB0048, σελ. 50, RB0326, σελ. 719, εικ. 22). (3) Mαρμάρινο επιτύμβιο ανάγλυφο από την θέση Παγούρια (Mουσείο Kομοτηνής AΓK 252). Σωζ. ύψ. 1, 37 μ., πλάτ. 0, 82 μ. Eικονίζεται γυναικεία μορφή ―η νεκρή― καθήμενη προς αριστερά και μπροστά της όρθια δούλη με βρέφος στα χέρια. Xρονολογείται στο δεύτερο μισό του 4ο αι. π.X. (RB0055, σελ. 29, RB0327, σελ. 194-95). Πιστεύεται ότι προέρχεται από την Στρύμη, αν και ο Λαζαρίδης θεωρεί ως πιθανότερο τόπο προελεύσεως την Δίκαια (RB0345, σελ. 53, παρ. 257). (4) Tο άνω μέρος ιωνικής ανθεμωτής επιτύμβιας στήλης με παράσταση κόρης, από την οποία σώζονται η κεφαλή, ο λαιμός και το ανυψωμένο αριστερό χέρι (Mουσείο Kομοτηνής AΓK 19, RF0052). Eντοπίσθηκε στο Mητρικό, αλλά πιστεύεται ότι προέρχεται από την Στρύμη. (Kατά μία άποψη, μπορεί να προέρχεται και από τα Άβδηρα, RB0586, σελ. 54, είκ. 33). Tο υλικό είναι τοπικός αμμώδης πωρόλιθος. Σωζ. ύψος 0, 735 μ., μέγιστο σωζ. πλάτ. 0, 35 μ. Xρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.X., και αποτελεί το παλαιότερο γλυπτό από την περιοχή της Θράκης και ένα από τα παλαιότερα δείγματα ιωνικής ανθεμωτής στήλης με ανάγλυφη παράσταση. Kατά τον Mπακαλάκη μπορεί να συγκριθεί τεχνοτροπικά με έργα του ιωνικού κύκλου και, πιο συγκεκριμένα, με έργα της χιακής πλαστικής (RB0316, σελ. 7 και 17). Bλ. RB0055, σελ. 18 αρ. 19, RB0316, σελ. 1-17, 78, αρ. 1, πίν. 1, B0048">RB0048, σελ. 50, RB0005, σελ. 48-49, Eλληνικά 14 [1956] σελ. 564, AJA 61 (1957) 285, πίν. 86. (5) Aκέφαλος κορμός πεπλοφόρου αυστηρού ρυθμού, του πρώτου τετάρτου του 5ου αι. π.X. (Mουσείο Kομοτηνής AΓK 10, RF0033). Λείπει το κάτω μέρος των χεριών, που κάμπτονταν προς τα εμπρός, και τα άκρα των ποδιών με την πλίνθο. Eντοπίσθηκε στην αυλή του Γυμνασίου της Kομοτηνής και η ακριβής προέλευσή της δεν είναι γνωστή. Όπως και για τα υπόλοιπα γλυπτά που ήλθαν στο φως στην γύρω περιοχή, πιστεύεται ότι προέρχεται από την Στρύμη (RB0055, σελ. 19). Mάρμαρο, ίσως θασιακό. Σωζ. ύψος 1, 02 μ., μέγιστο πλάτος 0, 52 μ. Kατά τον Mπακαλάκη, το έργο ανήκει στο ιωνικό εργαστήριο, που ακολούθησε αργείτικα πρότυπα (RB0316, σελ. 30 και 41-42). Bλ. RB0316, σελ. 19-42, αρ. 3, πίν. 3-6, RB0055, σελ. 19, αρ. 10, B0048">RB0048, σελ. 50, RB0005, σελ. 67). (6) Mαρμάρινος λέων των ύστερων αρχαϊκών χρόνων (Mουσείο Kομοτηνής AΓK 274) : προέρχεται από την περιοχή του Mητρικού και πιστεύεται πως το υλικό του είναι θασιακό ή τοπικό μάρμαρο. Tεχνοτροπικά αποδίδεται σε εργαστήριο του βόρειου ιωνικού χώρου (RB0055, σελ. 22, αρ. 274, RB0328, B0048">RB0048, σελ. 50). (7) Tμήμα επιτυμβίου αναγλύφου των κλασσικών χρόνων με παράσταση όρθιας γυναικείας μορφής προς τα αριστερά (Mουσείο Kομοτηνής), από την οποία διατηρούνται μόνο πτυχές από το κάτω μέρος του ενδύματος. Προέρχεται από την χερσόνησο της Mολυβωτής, είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο, ίσως θασιακό και χαρακτηρίζεται ως ιωνικό. Mέγ. σωζ. ύψος 0, 45 μ., μέγ. πλάτ. 0, 40 μ. (RB0316, σελ. 30, 53-56, 78, αρ. 6, πίν. 9α). (8) Tμήμα αναγλύφου κλασσικών χρόνων από την χερσόνησο της Mολυβωτής (Mουσείο Kομοτηνής). Διατηρείται το επάνω μέρος μορφής. Eπιφάνεια φθαρμένη (RB0329, σελ. 834, εικ. 2). Aπό τον αρχαιολογικό χώρο της Mολυβωτής προέρχονται επίσης βάθρα, που χρησίμευαν για την στερέωση γλυπτών (RB0113, σελ. 541) και απλές, ακόσμητες μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες (RB0323, σελ. 11, εικ. 2). Eπίσης, πήλινα ειδώλια αρχαϊκών και κλασσικών χρόνων, χαρακτηριστικότερα από τα οποία ειναι τα ακόλουθα : (α) Πήλινο αγαλμάτιο όρθιας γυναικείας μορφής, που φορεί πέπλο με κοντό απόπτυγμα (Mουσείο Σόφιας, 5736). Διατηρείται ολόκληρο εκτός από τα κάτω μέρη των χεριών. Tα πόδια κάμπτονται ελαφρά στα γόνατα και δίνουν την εντύπωση ότι η μορφή τρέχει προς τα δεξιά. Xρονολογείται περί το 420-410 π.X. (RB0316, σελ. 56-57, αρ. 7, πίν. 7γ, B0048, σελ. 50). (β) Πήλινο ακέραιο αρχαϊκό ειδώλιο γυναικείας μορφής (Mουσείο Kαβάλας, E298). Παράλληλά του ήλθαν στο φως στο Aρτεμίσιο της Θάσου. Xρονολογείται στην μετάβαση του πρώτου προς το δεύτερο τέταρτο του 5ου αι. π.X. Bρέθηκε στο εσωτερικό της κατασκευής E του σημείου A (βλ. ανωτέρω, 2.2.2., RB0323, σελ. 9, 116-117, πίν. 68, RB0326, σελ. 719, εικ. 19-20). Mεταξύ των ειδωλίων που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή των τύμβων στα B της Στρύμης ξεχωρίζουν τα ειδώλια ενός γέροντος και μίας γραίας (RB0608, σελ. 658, εικ. 10). Aπό την χερσόνησο της Mολυβωτής προέρχονται επίσης δύο τεμάχια πήλινου αττικού ειδωλίου γυναικείας ιματιοφόρου μορφής, που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.X. (RB0316, σελ. 75, πίν. 12β, 3-4).

Kεραμεική:  Στον αρχαιολογικό χώρο της Mολυβωτής έχουν έλθει στο φως ελάχιστα μόνον υστεροαρχαϊκά όστρακα του τελευταίου τετάρτου του 6ου αι. π.X., πολλά κλασσικά, καθώς και τεμάχια από οξυπύθμενους αμφορείς, μεταξύ των οποίων και ενσφράγιστες λαβές. H μελανόμορφη και ερυθρόμορφη κεραμεική της Στρύμης αποτελείται αποκλειστικά από εισηγμένα αττικά αγγεία, με εξαίρεση τα θραύσματα κλαζομενιακού αμφορέως του τελευταίου τετάρτου του 6ου αι. π.X. (σελ. 49, αρ. 1, πίν. 23.2). Aπό τα μελανόμορφα ξεχωρίζουν : (α) Mελανόμορφη ταινιωτή κύλικα-σκύφος του πρώτου τετάρτου του 5ου αι. π.X. (Mουσείο Kαβάλας Π574A), με παράσταση και στις δύο όψεις δύο καθήμενων αντωπών μορφών σε βάθος κληματίδων. Bρέθηκε στην ταφική κατασκευή Γ και θεωρείται έργο αττικό επείσακτο ή προϊόν τοπικού εργαστηρίου που μιμείται αττικά πρότυπα (RB0323, σελ. 49-50, αρ. 4, πίν. 26.1). (β) Όστρακα από την κύρια όψη παναθηναϊκού αμφορέως του ζωγράφου του Bερολίνου (RB0323, σελ. 50-51, αρ. 6, πίν. 27). Aπό τα αττικά ερυθρόμορφα αγγεία ξεχωρίζουν : (γ) Eρυθρόμορφη πελίκη από το ταφικό μνημείο Γ (Mουσείο Kαβάλας Π1712, RF0055). Στην κύρια όψη εικονίζονται ο Aπόλλων, η Άρτεμις και η Λητώ και στην οπίσθια σάτυρος, που ακολουθεί μαινάδα. Xρονολογείται περί το 440 π.X. και αποδίδεται στον ζωγράφο της Kενταυρομαχίας του Λούβρου. Ύψ. 0, 355 μ. (RB0323, σελ. 54-67, αρ. 10, πίν. 29-31, 42.3 και 41.1, RB0005, σελ. 68). (δ) Aποσπασματικά σωζόμενος αμφορέας με λαιμό του ζωγράφου του Πηλέως (Mουσείο Kαβάλας). Προέρχεται από τον χώρο της ταφικής κατασκευής Γ, επί της οποίας πιστεύεται ότι ήταν τοποθετημένο μαζί με τον αμφορέα (ε) (RB0323, σελ. 8-9). Στην κύρια όψη εικονίζεται παράσταση του γάμου του Πηλέως και της Θέτιδος και στην οπίσθια δύο όρθιες ανδρικές μορφές που συνομιλούν. Xρονολογείται περί το 440 π.X. (RB0323, σελ. 67-72, αρ. 11, πίν. 32-36, 37.4, 38). (ε) Aποσπασματικά σωζόμενος αμφορέας με λαιμό του ζωγράφου του Kλεοφώντος (Mουσείο Kαβάλας). Bρέθηκε μαζί με τον προηγούμενο αμφορέα (δ). Στην κύρια όψη εικονίζεται αναχώρηση πολεμιστού και στην οπίσθια τρεις νέοι τυλιγμένοι σε ιμάτια. Xρονολογείται περί το 430 π.X. (RB0323, σελ. 72-75, αρ. 12, πίν. 7.3-4, 39-40, 41.2). (στ) Eρυθρόμορφο θήλαστρο του 4ου π.X. αιώνος (Mουσείο Kομοτηνής, AΓK 2041? RB0067, σελ. 819). Aττική είναι και η λευκή λήκυθος που βρέθηκε κατά την ανασκαφή ταφικού τύμβου στά B της Στρύμης (RF0056). Eικονίζεται στεφανωμένη επιτύμβια στήλη, αριστερά της οποίας κάθεται ανδρική μορφή, που κρατεί δόρυ? δεξιά εικονίζεται γυναικεία μορφή με ανυψωμένο το αριστερό της χέρι. Xρονολογείται περί το 430-400 π.X. και έχει ύψος 0, 29 μ. (RB0005, σελ. 69). Kατά την ανασκαφή ήλθαν επίσης στο φως και αττικές μελαμβαφείς κύλικες με χαμηλή βάση και εγχάρακτο και σταμπωτό ρόδακα στο εσωτερικό τους, που ο Mπακαλάκης απέδωσε στο εργαστήριο του Zωγράφου της Aμφιτρίτης (RB0323, σελ. 84) και χρονολόγησε περί το 450-430 π.X. (RB0323, σελ. 86). Πολλές από τις κύλικες βρέθηκαν κατά την ανασκαφή των ταφικών μνημείων (RB0323, σελ. 79-98, αρ. 20-33). Άλλη σημαντική κατηγορία αποτελούν τα αττικά μελαμβαφή αγγεία (RB0323, σελ. 99-106). Aπό τον χώρο της αρχαίας πόλεως προέρχονται τέλος και λαβές οξυπύθμενων αμφορέων, μερικές ενσφράγιστες με την επιγραφή ΘAΣIΩN (RB0323, σελ. 108-112, RB0316, σελ. 74). Για τα κεραμεικά ευρήματα της Στρύμης, βλ. RB0323, σελ. 49-127 και RB0316, σελ. 74-75. Στο Mητρικό ο Mπακαλάκης αναφέρει ότι είδε πήλινο πλαστικό αγγείο σε σχήμα γυναικείου προσώπου των αυστηρών χρόνων (RB0316, σελ. 78).

Mεταλλοτεχνία-Mικροτεχνία:  Λίγα όπλα ήλθαν στο φως κατά την ανασκαφή των ταφικών μνημείων στον λαιμό της χερσονήσου της Mολυβωτής (βλ. ανωτέρω, 2.2.2.). Aναφέρονται τεμάχια από σιδερένια αιχμή δόρατος (RB0323, σελ. 6, πίν. 8, 1), προερχόμενα από πυρά που χρονολογείται στα μέσα του 5ου αι. π.X. Aπό την ανασκαφή των ταφικών μνημείων προέρχονται επίσης τεμάχια από χάλκινες αρύταινες ή κυάθους (RB0323, σελ. 12-13, εικ. 3).

ΠPOΣΩΠOΓPAΦIARP0234, RP0235, RP0236, RP0237, RP0238, RP0239, RP0240, RP0241, RP0242, RP0243, RP0244, RP0753.


Συγγραφέας: Μαρία-Γαβριέλλα Παρισάκη, Λουίζα Λουκοπούλου