Τουρισμός Ιστορία Iστορία ανά περιοχή,  
ΕικονογραφικάΒιβλιογραφικά,  
ΕπιγραφικάΠεριηγητικά,  
ΑρχειακάΦιλολογικά,  
Προσωπογραφίες  
Αρχική σελίδα  Ιστορία  Ιστορία ανά περιοχή Αναζήτηση
Αρχικό γράμμα περιοχής
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
A B C D E F G H I J K L M
N O P Q R S T U V W X Y Z
Υπάρχουν 42 τοποθεσίες της Θράκης που αρχίζουν από Β:

Βαίκα
Βανιάνο (1921)
Βανιάνο(ν), Βιανάνο [sic]
Βάνισκα
Βαρσακιναί
Βασίβουνον
Βασιλοχώριον
Βάσκον
Βατζόκοβα
Βατραχόκαστρον
Βαφέϊκα, Βαφαίϊκα
Βεάνιτζα
Βεκούλι
Βελιάτοβα
Βέλκιο
Βέλλουρος
Βελόνη, Bελώνη
Βελοχώριον
Βέννα
Βέπαρα
Βέργισον
Βηλαϊδίπαρα
Βηλαστύρας
Βήρα
Βηρηίαρος
Βηρίπαρα
Βήρος
Βία
Βιστονίς λίμνη
Βιστωνίδας, δήμος (1997)
Βονομάσιον
Βορδοβιζού
Βουβός
Βουβός
Βούκουβα
Βρε
Βρέδας
Βρυσικά
Βρυσούλα (1928)
Βρυχός
Βυρίνη (1921)
Βύσσας, δήμος
Βήρα (βυζαντινή εποχή)
τουρκ. Ferecik, Feregik, σημ. Φέρ(ρ)αι

Γραπτές πηγέςBK5727, BK6003, BK6004, BK6005, BK6006, BK6007, BK6008, BK6009, BK6010, BK6011, BK6012, BK6013, BK6014, BK6015, BK6016, BK6017

Γενική BιβλιογραφίαBB0001, σελ. 200-201. BB0002, τ. Ι, σελ. 150. BB0003, σελ. 54. BB0004, σελ. 144 κεξ. BB0005, σελ. 124-150 (εικ.). BB0006, σελ. 65. BB0007, σελ. 268-283, 295-306. BB0008, σελ. 84-86. BB0009, σελ. 3-34 (εικ., βιβλιογραφία). BB0011, σελ. 209, αρ. 727. BB0012, σελ. 279-284 (εικ.). BB0013, σελ. 261-263, εικ. 66α. BB0014, σελ. 229-231. BB0015, σελ. 53, 56, 108, 136, 221-223, 236 κεξ., 246 (πηγές, βιβλιογραφία). BB0116, 14.1, σελ. 303-328 και 14.2, πίν. 97-102 (εικ.). BB0158, 14.1, σελ. 457-484 και 14.2, πίν. 130-189 (εικ.). BB0018, σελ. 43. BB0020, σελ. 26 κεξ. BB0019, σελ. 255 κεξ. BB0165, σελ. 189-199.

Eιδική βιβλιογραφίαBB0010 (εικ., βιβλιογραφία). BB0017.

Aκριβής θέση:  26°00΄ 40°40΄ [BB0001].

Σχετική θέση:  Σημ. Φέρραι. Bρίσκονται πάνω σε λόφο στο άκρο ελώδους τμήματος της κατώτερης κοιλάδας του ΄Εβρου, 4χλμ BΔ της δεξιάς όχθης του ποταμού, 2χλμ BΔ του Μεγάλου Ρέματος που ρέει παράλληλα με τον ΄Εβρο, 20χλμ BBA της Αίνου, 25χλμ ABA της Αλεξανδρούπολης [BB0001].

Oικιστικές μονάδες:  Η Bήρα κατατάσσεται στις νέες πόλεις που ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια του 14ου και 15ου αι. σε θέσεις όπου δεν υπήρχαν προηγουμένως άλλοι συνοικισμοί [BB0018]. Με την ίδρυση όμως της Μονής της Κοσμοσώτειρας στη Bήρα άρχισε εκεί και η συγκέντρωση πληθυσμού. Η μονή χτίστηκε για λόγους ασφάλειας με τη μορφή φρουρίου, εξ'ου και ο χαρακτηρισμός "κάστρον" που της προσδίδει ο ιδρυτής της. Ετσι σιγά-σιγά γύρω από αυτή, σ'αυτόν τον έρημο τόπο, δημιουργήθηκε ένας μικρός συνοικισμός, χαρακτηριζόμενος ως "άστυ". Παράλληλα η παρουσία της πεδιάδας και η εγγύτητα του ποταμού και της θάλασσας επέτρεψαν τη γρήγορη ανάπτυξη της θέσης της Bήρας, που εξελίχθηκε σε τόπο εύφορο και παραγωγικό [BB0005].

Άλλες θέσεις:  Από την ίδρυση της μονής-φρουρίου το 1152, σχηματίστηκε σιγά-σιγά στη περιοχή του κατώτερου Εβρου μία ολόκληρη σειρά συνοικισμών κοντά στη μονή, οι αναφορές για τους οποίους είναι συχνές της περίοδο αυτή. Η περιοχή που περιέβαλλε τη Bήρα φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα κατοικημένη. Εκτός από τον μεγάλο αριθμό των χωριών και των προαστείων που ανήκαν στη μονή Κοσμοσώτειρας και των οποίων μεγάλο μέρος πρέπει να βρισκόταν στα πιο κοντινά περίχωρα της πόλης, πρέπει να σημειώσουμε την περίπτωση του χωριού Bukovik που αναφέρεται σε δύο πατριαρχικά έγγραφα (του 1316 και του 1330) και που δεν πρέπει να ήταν η μόνη αυτού του είδους [BB0005].

Θαλάσσιες:  Σχετικά με τη χρησιμοποίηση της Bήρας ως λιμανιού, πρέπει να σημειώσουμε τη δωρεά από τον ιδρυτή της των 12 πλοίων των 4.000 μοδίων [BB0005].

Χερσαίες:  Η Bήρα είχε ιδιαίτερη στρατιωτική σημασία, που οφειλόταν στη θέση της στη διασταύρωση των δύο αρτηριών, της Εγνατίας οδού - της οποίας αποτελούσε και τον τελευταίο σταθμό πριν τον ΄Εβρο με κατεύθυνση την Κων/λη - και της εγκάρσιας οδού που ήταν παράλληλη προς το κάτω ρεύμα αυτού του ποταμού [BB0001, BB0005]. Γειτόνευε με τα φρούρια της Τραϊανούπολης και της Αίνου, με την οποία επικοινωνούσε μέσω της μεγάλης πεδιάδας που ανοιγόταν στο νότο. Επιπλέον η Εγνατία που τη συνέδεε με τις παράκτιες πόλεις της Θράκης, όπως και με τις πόλεις πέρα από τον ΄Εβρο, τη συνέδεε και με την ορεινή περιοχή μέσω της οδού που ερχόταν από τα Κουμουτζηνά. Η θέση ήταν κατάλληλη για στρατιωτικούς σκοπούς και κυρίως για τη στρατοπέδευση των στρατευμάτων [BB0005].

ΠOΛITIKH IΣTOPIA - XPONOΛOΓIO:  Το 1152 ο Σεβαστοκράτωρ Ισαάκιος Κομνηνός, γιος του Αλέξιου Α΄, ίδρυσε τη μονή της Θεομήτορος Κοσμοσώτειρας σε μία περιοχή ακατοίκητη και κατάφυτη με την ονομασία Bήρος [BK6003], που στα σλαβικά σημαίνει έλος [BB0002, BB0003]. Bήρος ήταν επίσης το όνομα ενός νέου "προαστείου". Η μονή υπαγόταν στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως. Στη στροφή των ετών 1183-84 ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός επισκέφθηκε τη μονή που είχε ιδρυθεί από τον πατέρα του στη Bήρα, όπου βρισκόταν και ο τάφος του, και τον Απρίλιο του 1195 τυφλώθηκε εκεί ο Ισαάκιος B΄. Το 1204 η pertinentia de Bira περιέπεσε στους σταυροφόρους (prima pars) [BK6005, BK6006] και την άνοιξη του 1205 ο Anseau de Courselles πρέπει να ανέλαβε κατ'εντολή του θείου του Γοδεφρίδου του Bιλλεαρδουίνου το τιμάριο " es parties de Macre et de Trainople et de l'abbeie de Vera" [BK6004]. Το 1246 ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Bατάτζης, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του Koloman Asens, πέρασε τον ΄Εβρο ποταμό από σημείο που βρισκόταν κοντά στη μονή (ίσως από το νοτιότερο πέρασμα του ποταμού) [BK5727, BB0004]. Το 1324 ο Μιχαήλ Sisman λεηλάτησε "τα ανωτερικά μέρη της Θράκης" μέχρι τη Bήρα και την Τραϊανούπολη. Η λεία όμως που αποκόμισε ήταν λιγοστή, αφού οι χωρικοί είχαν καταφύγει για προστασία σε κοντινά οχυρά και πόλεις [BK6000, BB0005]. Στη στροφή του 1329/30 η περιοχή Τραϊανουπόλεως και Bήρας λεηλατήθηκε από τους Τούρκους [BK6000, BB0006]. Πιθανόν από τα 1335 ο Μανουήλ και ο Ιωάννης Ασάνης, γιοι του Ανδρονίκου Ασάνη, κρατούνταν αιχμάλωτοι στη Bήρα, στο φρούριο της μονής των Αβδήρων [BK6007], μέχρι που ελευθερώθηκαν για να μπορέσουν να παρευρεθούν στη στέψη του γαμπρού τους Ιωάννη Καντακουζηνού στο Διδυμότειχον (26 Οκτ. 1341) [BK6000, BB0007]. Στις 5 Μαρτίου 1342 ο Ιωάννης Καντακουζηνός εγκατέλειψε το Διδυμότειχο και άφησε αρχικά το στρατό του να στρατοπεδεύσει κοντά στη Bήρα. Επειδή οι μοναχοί κατοικούσαν στο φρούριο, δεν επιχείρησε επίθεση εναντίον των τειχών που περιέκλειαν τη Bήρα. Εξάλλου ο Ιωάννης Bατάτζης ξαφνικά κατέλαβε τον οικισμό [BK6000]. Το χειμώνα του 1342/43 ο στόλος του Ουμούρ πασά αγκυροβόλησε στον ΄Εβρο κοντά στη Bήρα. Εξαιτίας του ψύχους 300 άνδρες του πληρώματος έπαθαν κρυοπαγήματα [BK6000]. Το 1347 ο Σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Ασάνης κατέλαβε "το οχυρό κοντά στην Τραϊανούπολη", όπου παλαιότερα του είχαν παραχωρηθεί από τον Ιωάννη Καντακουζηνό αγροκτήματα και χωράφια. Το 1355 το φρούριο Bήρα που βρισκόταν δίπλα στον ΄Εβρο περιήλθε στην κυριότητα του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Η ανδρική μονή είχε την εποχή αυτή μετατραπεί εξαιτίας των πολέμων και των ληστρικών επιθέσεων σε οχυρωμένο οικισμό με αγροτικό πληθυσμό προερχόμενο από την γύρω περιοχή [BK6008]. Το φρούριο κατακτήθηκε από τους Τούρκους πιθανόν το 1371 και πάλι το 1373 από τον Lala Sahin και τον Evrenoz [BK6009, BB0008, BB0015]. Το 1433 η Vira είναι μία σημαντική πόλη που κατοικείται από Ελληνες και Τούρκους. Το οχυρό της είναι εν μέρει κατεστραμμένο και ο ναός της έχει μετατραπεί σε τζαμί [BK6009]. Η Bήρα βρισκόταν στο σημείο τομής του δρόμου που κατευθύνονταν από τα Α προς τα Δ συνδέοντας τη Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπολη με εκείνον που είχε διεύθυνση από B προς Ν και απέληγε, εκτεινόμενος κατά μήκος του Έβρου, στην Αδριανούπολη [BB0005]. Πιθανόν η Bήρα να σχετίζεται με το οχυρό Bήρος. [BB0001]

Xριστιανισμός:  Εκκλησιαστική οργάνωση : Η μονή υπαγόταν στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως. Είχε λάβει από τον ιδρυτή της πολύ μεγάλη περιουσία στην περιοχή που βρισκόταν (βλ. Αίνος, Γαστιβιλέα, Νεόκαστρον). Ο ηγούμενος της μονής επιφορτίστηκε με την ευθύνη της συντήρησης μιας λίθινης γέφυρας που είχε χτιστεί από τον ιδρυτή της μονής και μιας επιπλέον στη θέση "Αειδαροπνίκτης". Για τους κατοίκους του χωριού της Bήρας χτίστηκε έξω από τον περίβολο της μονής ναός του Αγίου Προκοπίου [BK6010, BB0010]. Επί Πατριάρχου Αθανασίου του Α΄ (1303-1309) αναφέρεται κάποιος ηγούμενος Ιωάννης "του Bήρας" [BK6011, BK6012]. Ο Πατριάρχης Νίφων Α΄ (1310-1314) απαίτησε εισφορά από τη Bήρα, όπως και από τη Μάκρη και την Τραϊανούπολη [BK6013, BK6014]. Το Φεβρουάριο του 1330 ο Πατριάρχης αποφάσισε κατά τη διάρκεια συνόδου τη διεξαγωγή δίκης για το κτήμα της Αγίας Ειρήνης κοντά στη Bήρα [BK6013, BK6015, BK6016, BK6017]. [BB0001]

Nαοί και ιερά:  Το μοναστήρι, που είχε ιδρυθεί από τον Ισαάκιο Κομνηνό, βρίσκεται στο σημερινό χωριό Φέρρες. Πάνω σε ύψωμα στο μέσον του χωριού βρίσκεται το καθολικό της μονής, ο ναός της Παναγίας Κοσμοσώτειρας [BB0001]. Ανήκει στον τύπο του δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλλο (17, 6μ. Χ 20μ.) και απηχεί την τέχνη και την κουλτούρα της Κων/λης του 12 ου αι. [BB0012]. Ο δωδεκάπλευρος κεντρικός τρούλλος στηρίζεται από τη μία μεριά στα ανατολικά σε δύο χονδρούς λίθινους τοίχους που χώριζαν το κύριο βήμα από την πρόθεση και το διακονικό και από την άλλη, στα δυτικά σε δύο ζεύγη κιόνων απέναντι από τις παραστάδες του δυτικού τοίχου, με τις οποίες παραστάδες οι κίονες συνδέονται μέσω τόξων. Η κεντρική αψίδα είναι πεντάπλευρη, ενώ οι πλευρικές αψίδες είναι τετράπλευρες. Τέσσερις μικροί ισοπλατείς και ισοϋψείς κυλινδρικές καμάρες στεγάζουν τις κεραίες του σταυρού, BΑ,ΝΑ, BΔ και ΝΔ του κεντρικού τρούλλου. Για την αποτελεσματικότερη εξουδετέρωση των ωθήσεων των θόλων οι εξωτερικοί τοίχοι κατασκευάστηκαν παχύτεροι στα ανατολικά, ενώ προς τα δυτικά προστέθηκαν ελαφρές αντηρίδες στα 4 σημεία εφαρμογής των ωθήσεων [BB0009]. Η είσοδος στο ναό γινόταν μέσω της δυτικής θύρας, η οποία είχε φραχθεί κατά τη μετατροπή του σε τζαμί. Μπροστά από αυτή υπήρχε πιθανότατα δικιόνιο προστώο, άποψη που ενισχύεται από την ύπαρξη λειψάνων δύο στενών παραστάδων εκατέρωθεν της θύρας και από την απουσία λειψάνων αντίστοιχων παραστάδων στις γωνίες του ναού που να δικαιολογούν την ύπαρξη συνεχούς νάρθηκα εκτεινόμενου σε όλο το πλάτος της πρόσοψης [BB0009]. Η νότια είσοδος διανοίχθηκε αργότερα [BB0014]. Στο ναό υπάρχουν αξιοπρόσεχτοι μαρμάρινοι κίονες με κιονόκρανα λεβητοειδούς και πυραμιδοειδούς τύπου, θραύσματα από το επιστύλιο του εικονοστασίου, τοιχογραφίες, μια αποθήκη με αμφορείς και επιτύμβια πλάκα με επιγραφή που προφανώς ανήκει στον τάφο του ιδρυτή (η τοποθέτηση του τάφου στα BΔ του ναού δεν είναι βέβαιη). Η χρονολόγηση του οικοδομήματος και του ζωγραφικού διακόσμου προσδιορίζεται στο τρίτο τέταρτο του 12ουαι. [BB0009, BB0010, BB0014, BB0016, BB0158]. Ο ναός ανηγέρθη πάνω από ένα παλιότερο παλαιοχριστιανικό κτήριο. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται σε λεπτομέρειες ευρημάτων και σε ένα κομμάτι μαρμάρινου παλαιοχριστιανικού πεσσίσκου τέμπλου, που είναι εντοιχισμένο στη BΔ γωνία της εκκλησίας [BB0012]. Με εξαίρεση τα παράθυρα του ιερού (ένα τρίλοβο παράθυρο στη μεγάλη κόγχη, με κιονίσκους κατά τον κωνσταντινοπολίτικο τύπο στις ακμές του πεντάεδρου πρίσματος της κόγχης και από ένα δίλοβο στην πρόθεση και στο διακονικό, τα μόνα χαμηλά τοποθετημένα) τα υπόλοιπα είναι τοξωτά μονόλοβα [BB0009]. Οι κεραίες του σταυρού δεν καταλήγουν σε αετώματα, όπως στην κυρίως Ελλάδα, αλλά σε καμπύλα γείσα με διαδοχικές ομόκεντρες εμβαθύνσεις, που προσδίδουν στο κτήριο πλαστικότητα. Εκτός από αυτό καμία άλλη κεραμοπλαστική ή ανάγλυφη διακόσμηση δεν στολίζει τις εξωτερικές επιφάνειες, με εξαίρεση τις τρεις μικρές κόγχες κάτω από τα παράθυρα των κεραιών του σταυρού. Μόνο τη γραμμή των γείσων περιέτρεχε απλή οδοντωτή ταινία, τμήματα της οποίας διασώθηκαν στις γωνίες των χαμηλών τμημάτων [BB0009]. Ο μοναστηριακός ναός έχει έναν εξάπλευρο περίβολο τείχους [BB0001].

Δημόσια οικοδομήματα και έργα:  Δυτικά του λόφου της Bήρας σώζονται δύο ακέραια τόξα και ένα μισό (5 μέτρα ύψος, 7 μέτρα μήκος, πλάτος τοίχου 1, 3 μέτρα), που αποτελούν τα υπολείμματα ενός υδραγωγείου [BB0009, BB0010, BB0001]. Τα τόξα είναι κατασκευασμένα από ζωηρά ερυθρές πλίνθους και παρουσιάζουν στην κορυφή ελαφρά θλάση, όπως τα αραβικά. Η τοιχοποιία των τμημάτων μεταξύ των τόξων είναι επιμελώς κατασκευασμένη με κανονικούς πωρόλιθους και με πλίνθους παρεμβαλλόμενους ανάμεσα στους οριζόντιους αρμούς. Κατά την προέκταση των τόξων αυτών στα ανατολικά διατηρείται μεγάλος όγκος τοιχοποιίας ανεστραμμένος, ίσως από το τελευταίο ποδαρικό του υδραγωγείου [BB0009].

Oχυρώσεις:  Πρέπει να υπογραμμιστεί η ισχυρή οχύρωση της μονής. Ο ιδρυτής της επιμένει στο Τυπικό γύρω από τις φροντίδες που πήρε για την κατασκευή διπλού τείχους, το οποίο περιέβαλλε εκτός από το κυρίως μοναστήρι και τους "πιθώνας" και τους "σιτώνας", καθώς και όλα τα άλλα προσκτίσματα που ήταν απαραίτητα για τη λειτουργία της μονής. Να σημειωθεί επίσης πως το φρούριο χρησιμοποιήθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα ως φυλακή πολιτικών κρατουμένων και κυρίως καταδικασμένων για εγκλήματα καθοσιώσεως. [BB0005] Ο μοναστηριακός ναός είχε εξάπλευρο περίβολο. Από τους πέντε γωνιακούς πύργους, οι τρεις, που μάλλον ανοικομήθηκαν αργότερα, είναι ορθογώνιοι και σώζονται σε σχετικά καλή κατάσταση : 1) ένας πύργος 18 μέτρα ΝΑ του ναού, 2) ο καλύτερα διατηρημένος πύργος 30 μέτρα ΝΔ του ναού, εξωτερικά τετράγωνος και εσωτερικά κυκλικός [BB0009] (οι τοίχοι υψώνονται έως 8 μέτρα - τοιχοποιία : κάτω μεγάλοι τετραγωνισμένοι λίθοι και πάνω μικρότεροι τετράγωνοι λίθοι με κονίαμα και πλίνθινη διακοσμητική ταινία, και 3) ένας τρίτος πύργος 50 μέτρα BΔ του ναού. [BB0001] Οι πύργοι αυτοί δεν πρέπει να είναι αρχαιότεροι του τέλους του 13 ου αι., οπότε και η μονή, αφού εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς, μετατράπηκε σε οχυρό [BB0009].

Γλυπτική:  Όπως στο εξωτερικό έτσι και στο εσωτερικό η ανάγλυφη διακόσμηση του ναού είναι λιτή. Μία απλή λοξότμητη ζώνη (κοσμήτης) περιτρέχει όλο το οικοδόμημα τονίζοντας τη γραμμή γεννήσεων των κυλινδρικών θόλων και μια άλλη τη βάση του τυμπάνου του τρούλλου. Πλούσια διακόσμηση φέρουν μόνο τα κιονόκρανα των τεσσάρων εσωτερικών κιόνων. Εχουν βαθμιδωτή βάση, αρράβδωτο κορμό από στιλβωμένο σκοτεινού χρώματος μάρμαρο και κιονόκρανο με απλό άβακα. Τα παλαιότερα κιονόκρανα ανήκουν στο λεγόμενο λεβητοειδή τύπο, τα οποία φέρουν άνω από το " λέβητα" λιτό τετράγωνο άβακα. Η επιφάνεια των τεσσάρων πλευρών του " λέβητα" κοσμείται με ακανθοειδή ανθέμια - εναλλάξ πεντάφυλλα και τρίφυλλα. Ο τύπος αυτός είναι εξέλιξη του ιωνικού κιονοκράνου. Από τον περίβολο του ναού προέρχονται και άλλα δύο του ίδιου τύπου. Διασώζεται και τρίτο κιονόκρανο με τη μορφή αντεστραμμένης κολούρου πυραμίδας, της οποίας οι πλευρές κοσμούνται εναλλάξ με πολύφυλλο ανθέμιο και με δύο κλαδίσκους εκατέρωθεν αυτού, με σταυρό και με δύο πυροστροβίλους. Και οι δύο τύποι έχουν την καταγωγή τους σε παλαιοχριστιανικά πρότυπα, χρησιμοποιήθηκαν όμως με απλοποιημένη διακόσμηση στους μέσους βυζαντινούς χρόνους στην Κων/λη και αργότερα αλλού. Από το χώρο του ναού προέρχονται και λείψανα επιστυλίου τέμπλου, τα οποία ανήκουν σε δύο τύπους : τα πιο ψηλά διακοσμούνται στην εμπρόσθια όψη με συνεχή τρίφυλλα ακανθοειδή ανθέμια διακοπτόμενα από κομβία (προέρχονται από το μεσαίο τμήμα). Τα χαμηλότερα διακοσμούνται από εναλλασσόμενα τρίφυλλα και πεντάφυλλα ανθέμια. Ανάμεσα στα κινητά ευρήματα είναι και μία επιτύμβια πλάκα από πωρόλιθο (διαστάσεων 0.92 (0.88) με επιγραφή αναφερόμενη σε μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας με τον τίτλο του δεσπότη. Δεν αναφέρεται όμως ρητώς αν πρόκειται για τον Σεβαστοκράτορα Ισαάκιο που πρέπει να είχε ταφεί στη μονή της Κοσμοσώτειρας, ή για κάποιον άλλο. Πάντως ο επιγραφικός χαρακτήρας των γραμμάτων ανήκει στον 12ο ή 13ο αι. Είναι έμμετρη ελλιπής και περισώζει μόνο το τέλος του επιτύμβιου ελεγείου. [BB0009]

Kεραμεική:  Πεντακόσια μέτρα ανατολικά της Κοσμοσώτειρας και έξω από τον οχυρωματικό περίβολο, βρέθηκε σχεδόν ακέραιος μεταβυζαντινός κεραμεικός κλίβανος. Μέσα στην επίχωση του κλιβάνου βρέθηκαν λίγα αλλά ενδεικτικά όστρακα. Πρόκειται για εφυαλωμένη κεραμεική με έντονη βυζαντινή παράδοση στα σχήματα των αγγείων και στη διακόσμησή τους, που είναι χαρακτηριστική της πρώτης μεταβυζαντινής περιόδου. Η διακόσμηση με λευκές κυματοειδείς γραμμές πάνω σε επίθετο κόκκινο κάμπο ακολουθεί την περίοδο των λαμπρών μεταβυζαντινών εφυαλωμένων. Σύγρονα με αυτά είναι ομάδα μεγάλων ακόσμητων αγγείων με εμπίεστη ή εγχάρακτη διακόσμηση. Τα λεγόμενα "άλικα" αγγεία εμφανίζονται στην πρώτη μεταβυζαντινή περίοδο. Εμφανή είναι τα δύο μέρη από τα οποία αποτελείται ο παραπάνω κλίβανος: η εστία και ο φούρνος, εν μέρει κατεστραμμένος. Η εστία και ο στύλος που συγκρατεί την εσχάρα είναι σκαλισμένοι έως ένα σημείο στο φυσικό ημιβράχο. Από εκεί και πάνω έως το ύψος των 0, 90μ. η εστία και ο φούρνος είναι σκαμμένα σε φυσικό χώμα κίτρινης χροιάς. Η εστία είναι απιόσχημη ως προς την κάτοψη, ενώ ο φούρνος είναι κυκλικός και επενδυμένος εσωτερικά με πλίνθους, από τις οποίες σώζονται μόνο δύο σειρές. Σε πλίνθο της κάτω σειράς υπάρχει εγχάρακτο θέμα ψαροκόκαλου με σφαιρική κεφαλή. Το θέμα αυτό το συναντούμε ως κεραμοπλαστικό κόσμημα στο βυζαντινό τείχος του Διδυμοτείχου, στη βυζαντινή ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, στο τείχος του Σμεδέροβο του 15ου αι. αλλά και σε θρακικά κεντήματα, καθώς και σε ανάγλυφο του νεκροταφείου του Αλεποχωρίου. Σ' αυτό αναγνωρίζουμε μία μορφή του "δέντρου της ζωής". Παρά το μικρό του μέγεθος και τις ατέλειές του, ο κλίβανος αυτός των Φερών μοιάζει μορφολογικά με ανάλογες κατασκευές από αρχαιότατους χρόνους, κυρίως στη διάταξη των χώρων (εστία, εσχάρα, φούρνος) που είναι χαρακτηριστική σε βυζαντινούς και νεότερους κεραμεικούς κλιβάνους [BB0012].

Zωγραφική:  Το καθολικό της μονής κοσμούν τοιχογραφίες που χρονολογούνται στις πρώτες δεκαετίες του δεύτερου μισού του 12ου αι. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού δε σώζεται ακέραιο [BB0016]. Από τις ευαγγελικές σκηνές διατηρούνται αυτές του Ευαγγελισμού, της Υπαπαντής, των γυναικών στον Τάφο και της Πεντηκοστής. Ολόσωμες μορφές προφητών δεσπόζουν στα τύμπανα μεταξύ των παραθύρων. Στηθαίοι στρατιωτικοί άγιοι καταλαμβάνουν ένα δεύτερο διάζωμα ανάμεσα στα κατώτερα παράθυρα και στους ολόσωμους ιεράρχες της χαμηλότερης ζώνης μέσα στον κυρίως ναό και το ιερό. Οι Αρχάγγελοι απεικονίζονται στους θόλους πάνω από την πρόθεση και το διακονικό, ενώ η Θεοτόκος, δεομένη στηθαία, κοσμεί την αντίστοιχη θέση στο BΔ τμήμα [BB0158]. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού, ως προς τις σωζόμενες παραστάσεις των ιεραρχών, μετωπικών και συλλειτουργούντων (στην κάτω ζώνη του βόρειου και νότιου τοίχου αντί στην κόγχη του ιερού βήματος), μπορεί να θεωρηθεί σύγχρονο με τα ρεύματα της εποχής του ή ακόμη και πρωτοποριακό. Συγκεκριμένα η παράσταση της πομπής των συλλειτουργούντων ιεραρχών αποτελεί για τα μέσα του 12ου αι. ένα πρωτοποριακό θέμα που εκφράζει μάλλον το πνεύμα της πρωτεύουσας, όπως συμβαίνει και σε άλλα μνημεία με το ίδιο θέμα, μνημεία αφιερωμένα από κτήτορες που διατηρούσαν στενές σχέσεις με τη βασιλεύουσα [BB0016]. Στις ιδιαιτερότητες του ναού πρέπει να εντάξουμε και τις 4 στρατιωτικές μορφές, που ανά ζεύγη απεικονίζονται ανάμεσα στα τοξωτά παράθυρα του βορείου και νοτίου κλίτους. Το μέγεθος, η θέση των μορφών αυτών μέσα στο ναό και η απουσία επιγραφών δημιουργούν ερωτηματικά για την ταύτισή τους, αν και έχει προταθεί η απόδοσή τους σε στρατιωτικούς αγίους. Οι τρεις από τις 4 μορφές παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα με γνωστά πορτραίτα μελών της οικογένειας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, συγγενών του κτήτορος. Ο προτεινόμενος ως Αγ. Θεόδωρος ο Τήρων έχει όλα τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (όπως αυτά είναι γνωστά από απεικονίσεις του σε μικρογραφίες του χειρογράφου 666 της Bατικανής Bιβλιοθήκης), ο Αγ. Θεόδωρος ο Στρατηλάτης του υιού του Αλεξίου, του Ιωάννη B΄ Κομνηνού (γνωστού από απεικόνισή του σε ψηφιδωτό της Αγ. Σοφίας Κων/λης κ.α.). Δίπλα σ'αυτόν ο Αγ. Μερκούριος ίσως είναι ο δεύτερος υιός του Αλεξίου, ο κτήτορας της μονής Ισαάκιος (όπως τον γνωρίζουμε από το ψηφιδωτό πορτραίτο του στη Μονή της Χώρας). Τέλος δίπλα στον Αλέξιο και απέναντι στον Ισαάκιο, στο βόρειο τοίχο, ο νεαρός και αγένειος στρατιώτης μπορεί να είναι ο τρίτος υιός του Αλεξίου Ανδρόνικος. [BB0165] Οι τοιχογραφίες της Κοσμοσώτειρας αποτελούν παράδειγμα της εκφραστικής εκτέλεσης της Κομνήνειας τέχνης σε όλο της το μέγεθος. Χρονολογούνται λίγο αργότερα από το κτίσμα. Η εκπληκτική ποιότητά τους σε συνδυασμό με το αξίωμα του ιδρυτή του ναού μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν από κωνσταντινοπολίτη ζωγράφο. Το κυρίαρχο εκφραστικό μέσο σ'αυτή την τέχνη είναι η χρήση της γραμμής και στα περιγράμματα και στην πτυχολογία. Πάντως το όλο έργο διακατέχεται από ολοκληρωτική αίσθηση κλασικισμού, όχι μόνο στα χρώματα αλλά στην εκτέλεση και τη συνθετική αντίληψη των παραστάσεων [BB0158].

Mεταλλοτεχνία-Mικροτεχνία:  Χάλκινος σταυρός με κεραίες που καταλήγουν σε σφαιρίδια (πάχος 0, 005μ. και ύψος 0, 40μ.). Στο μέσον της κάτω κεραίας φέρει έμβολο με το οποίο θα έμπαινε σε βάση, ίσως λίθινη. Διακρίνεται συντετμημένη επιγραφή με ωραία γράμματα. Ο σταυρός αυτός βρέθηκε κάτω από το δάπεδο του ιερού βήματος [BB0009].


Συγγραφέας: Μ. Κορτζή - Β. Σιαμέτης